Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Έπειτα ξεσκέπασε λίγο το σώμα, ξαπλώθη κοντά του, δίπλα στο φίλο της, του φίλησε το στόμα και το πρόσωπο, και τον αγκάλιασε σφιχτά. Κορμί με κορμί, στόμα με στόμα, παραδίνει έτσι την ψυχή της, και πεθαίνει κοντά του για τον πόνο του φίλου της.
— Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά. Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά.
Πρέπει νάρθανε. Η ίδια. Μπαίνει ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΚΡΑΛΗΣ Δέσπω. Καλώς τους και πάλι καλώς τους! Μα γιατί δα και τόση άργητα; Ή τάχα για να μας φέρετε κι άλλον ένα λεβέντη μαζί σας; Από το γελαζούμενο πρόσωπό του το νοιώθω πως είνε ο φίλος του Κωσταντή μου, ο κυρ Κράλης από τη Βαβυλώνα. Κράλ. Καλά ταπομάντεψες, αρχόντισσα.
Τα μεγάλα γαλανά του μάτια γεμάτα καλωσύνη σαν πάντα. Το ήσυχο χαμόγελο, που χάραζε πάντα γλυκά στο πρόσωπό του, δεν του απόλειπε ούτε τώρα. Το σκοτεινό και βρώμικο κατώγι, έπαιρνε έτσι μια ημεράδα παράξενη, που έμοιαζε με καμαρούλα σπιτιού, που δευλεύουνε μέσα του πρόσχαρες γυναικούλες και χοροπηδούνε τρελλά παιδάκια.
Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα νερά και κάνουν γράντα — γράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα.
Είχα δει βράχους γυμνούς να υψώνουνται απάνω από το κύμα, που έσπαζε στα πόδια τους, κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου η παράξενη θύμηση μιας μεγάλης τρικυμίας, που χτυπούσε με σωρούς άμμο το ευαίσθητο παιδικό πρόσωπό μου. Είναι παράξενο πώς κρατεί κανείς τόσον καιρό μια τέτοια θύμηση κι ακόμα πιο παράξενο πώς μπορεί αυτή κ' ενεργεί με τόση δύναμη μες την ψυχή μας.
Μα φτάνει να πάρη τις πιο συνηθισμένες λέξες κι αμέσως φαίνεται το πράμα. Το δέφτερο πρόσωπο του παθητικού παρακείμενου δέδοσαι και του παθητικού ενεστώτα δίδοσαι δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο νάχη σ , αφού ξέρουμε που το σ ανάμεσα σε δυο φωνήεντα χάνεται πάντα στην αρχαία· π. χ. λύη , όχι λύεσαι, ελύου , όχι ελύεσο, μουσάων, όχι μουσάσων, γένεος , όχι γένεσος κτλ. κτλ.
Είχε γεράσει ξαφνικά και ήταν άσπρο το πρόσωπό της σαν το μπαλωμένο σεντόνι που το μπάλωνε ακόμη. Κάθισε στον πάγκο απέναντί τους. Φαίνονταν και οι τρεις ήρεμοι, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. «Θα φύγει ή όχι;», ρώτησε η Νοέμι. «Θα φύγει.» Τον κοίταξε έντονα. Τον είδε τόσο μελαγχολικό και αδύνατο που τον λυπήθηκε και δεν ξαναμίλησε.
Αυτοί όμως που βρίσκονταν δώθε από το τοιχάκι δεν τον άφηναν ήσυχο να ατενίζει μια τέτοια ομορφιά. Εκείνος δεν έστρεφε πλέον το πρόσωπο προς αυτούς∙ μόνο μια μέρα ένα χέρι που ακούμπησε στον ώμο του και μια φωνή που τον καλούσε σιγά σιγά στο αυτί τον έκαναν να τιναχτεί. «Έφις! Έφις!» Το πρόσωπο του Τζατσίντο, τα γλυκά του μάτια, υγρά από συμπόνια ήταν καρφωμένα επάνω του.
Τι κρασί ήτον εκείνο! σα λιακάδα χύθηκε στα σωθικά τους. Ήπιε κ' η Λιόλια ένα δαχτυλάκι που της το επιβάλανε στανικώς ο Νίκος κι ο Περικλής έτσι για δυναμωτικό, πουν απ’ το κάθε φάρμακο καλύτερο. Της θειάς Ελέγκως το πρόσωπο, το κόκκινο και πλατύ, άνοιξε πια σαν παπαρούνα το μεσημέρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν