Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Αύριο θα ξαναφυσήση πάλι. ΔΩΡΑΔεν είναι αυτό, μπαμπά μου. Μα, δεν ξέρετε, είδα κάτι τι τώρα που μου χάλασε όλη τη διάθεση. Είδες κάτι τι; Τι είδες, παιδί μου; ΔΩΡΑΤώρα που ανέβαινα τη σκάλα είδα μια κυρία κάτω στην είσοδο. Κρατούσε το μαντύλι στο πρόσωπό της και προσπαθούσε να κρύψη τα δάκρυά της. Φαινότανε πολύ δυστυχισμένη. Αν ξέρατε τι κακό που μούκανε. Αι, παιδί μου!

Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς είταν δυνατό!

Τότε δε θα θυμώσης, αν σου πω ακόμα πως κάθε βράδι κάνω την προσευχή μου, έτσι όπως την έκανα όταν είμουνα παιδί. Σε ποιον προσεύχουμαι δεν το γνωρίζω. Μα βάζω και τα παιδιά και προσεύχουνται για σε, για με και για τον εαυτό τους. Άφησα τα κουπιά, σηκώθηκα από τη θέση μου κ' έπιασα με τα δυο χέρια τα πρόσωπο της γυναικός μου και τη φίλησα χωρίς να μπορώ να προφέρω λέξη.

Κάθε μέρα γινόταν πιο αδύνατη, πιο μυτερή στο πρόσωπο. Κάθε φορά που ήθελ' ανεβή τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια απ' την κουζίνα, που ήτονε στο υπόγειο, ως τη χωματένια την αυλή, σταματούσε κι ακκουμπούσε και τα δυο της τα χέρια στα γόνατα, για να πάρη ανάσα· η μύτη της κέρωνε και τα ρουθούνιά της ανοιγοκλείνανε σαν τις φτερούγες μιας άσπρης πεταλούδας.

Τον επατούσαν τάλογα κι άγρια μεθυσμένα Τόνε δαγκούντο πρόσωπο.

Για πού, αν θέλη ο Θεός, πάτερ Κύριλλε; αρώτησεν ο 'γούμενος. — Πάω κομμάτι στου Γιώργη, αποκρίθηκεν ο παππάς με μια φωνούλα, σαν μικρού παιδιού. — Στο καλό, είπε δυνατά ο 'γούμενος και χαμηλά, επρόσθεσε. — Είν' ένας χάχας ο κακόμοιρος! Την ίδια στιγμή εφάνηκε ο παππά Νεκτάριος, μεγαλόσωμος γέρος, λίγο χοντρός, με ιλαρό, ευχάριστο πρόσωπο και με περπάτημα βαρύ, παρακυλιστό σαν του κύκνου.

Τότε, μέσα στα σκοτάδια που τον τύλιγαν σαν να άναψε ένα μακρινό φως: η θέληση να παλέψει με το θάνατο. Ξεσκέπασε το πρόσωπό του και μίλησε. «Ντόνα Έστερ, είμαι καλύτερα. Δώστε μου να πιώΈτρεξαν και οι δυο αδελφές και η Νοέμι η ίδια του ανασήκωσε το κεφάλι και του έδωσε να πιεί. «Μπράβο Έφις! Έτσι είναι καλά. Ξέρεις τι θα γίνει σήμερα

Τ' άρπαζε στον καταρράχτη της πολυλογίας του, τα ψήλωνε στα μεσούρανα, τάλεγε δυσκολόβρετα στην παγκόσμια ιστορία. Εμακάριζε τη μητέρα που είχε την τιμή να γεννήση τέτοια παιδιά και συγχαιρότανε τα παιδιά που είχαν τύχη να γεννηθούν από τέτοια μητέρα. Προσκαλούσε τους προγονικούς ήσκιους να παρασταθούν περίλυποι στην κηδεία της. Τα μάτια του δεν είχαν δάκρυα ούτε το πρόσωπό του συγκίνηση.

Κ' έλεγε τα λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απαλά και με αρμονία τόση, που επίστεψα πως ήθελε να γλυκονανουρίση και να πείση όχι εμένα αλλά τον ίδιον εαυτό του. Το μελαχροινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσά μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του έδιναν τόση σοβαρότητα και ειλικρίνεια στα λόγια του που μ' έπιανε σεβασμός. Δεν ετολμούσα να τον αντισκόψω.

Κ' η σοβαρότη πούχε το πρόσωπό της τελείωσε σένα μελαγχολικό χαμόγελο. Τα κορίτσια μιλούσαν για το ξεστόλισμα του Εχτάφιου, ως τον έλεγαν· κι' αναμεταξύ των πειραζόντανε για τους αγαπητικούς των. Πείραζαν περισσότερο και σκληρά μια άσχημη και παράωρη, Και της απέδιδαν ως εραστήν ένα τραυλό, βραδύγλωσσο κηλίθιο, λεγόμενο Δημήτρη κεπιλεγόμενο περιπαιχτικά Φορδακό.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν