Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα: «Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω.»
Κάθε μάτι γυρίζει κατά το θρόνο που στέκει καταμεσής, όλοι απαντέχουν τη Βασιλική συνοδία που ζύγωνε. Προβάλλουνε τέλος αξιωματικοί, προβάλλουνε φύλακες, αυλικοί. Όλοι στο πόδι να χαιρετήσουν το Βασιλέα, που πρόβαλε τέλος και κείνος. Ανάστημα·, πύργος· κορμί περίτρανο· ώμοι πλατιοί, πρόσωπο ηγεμονικό.
Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπό μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Νακούσης τα λόγια μου και να κάνης αυτό το μυστήριο. Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο. Η γυναίκα του απ' το άλλο μέρος τον έτρωγε: — Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσης.
Ζερβόδεξα κοντά στο κεφάλι της, κάθονταν σταυροπόδι ο Δημητράκης κ' η Ελπίδα. Κάθονταν ακκουμπώντας στην παλάμη το πρόσωπο και κυττάζοντάς την προσεχτικά, σα να πρόσμεναν τα λόγια της. Επίσης ζερβόδεξα στα πόδια της κάθονταν ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γριά του σκυφτοί κι αμίλητοι, σα να κρατούσαν τη σκεπή απάνου τους.
Σε τρεις ώρες μέσα ρουθούνι δεν έμεινε από τους ταλαίπωρους εκείνους, κι όχι άντρες μονάχα, παρά και γέροι και γυναικόπαιδα. Μήτε το πρόσωπό του να δη του Θεοδοσίου ο μεγάλος ο Αμπρόσιος σαν την άκουσε αυτή τη σφαγή. Τούγραψε γράμμα και του παράστησε την τρομερή αμαρτία που έπραξε, παρακινώντας τονέ να ξεπλύνη την κολασμένη ψυχή του με δέηση, με νηστεία και μ' αγρύπνια.
Έσκυψα κ' έβρεξα με νερό τη γλώσσα και τα χείλη της και κοίταξα το πρόσωπό της όσο που θολώσανε τα μάτια μου και δεν έβλεπα τίποτε πια! Ωστόσο πίστευα πως είμαι κοντά της κι αν της έμενε μια ανάμνηση, που — άφταστη σε μένα, χωρισμένη απ' όλα όσα ονομάζουμε θνητή ύπαρξη — γυρνούσε γύρω στην ίδια της ζωή, ήξερα πως είμουνα και γω εκεί μέσα.
Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.
Ο Αρχαιολόγος μ' ένα ψηλό ραβδί στη θέση του «φέρτε αρμ!» εβημάτιζε απάνου κάτου με βήμα στρατιωτικό, σα να οδηγούσε μια Μεραρχία πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν αναμμένο, τα μάτια του άγρια και τα μαλλιά του σηκωμένα, λες και βάδιζε ίσα στον οχτρό.
Και τα μάτια της ήταν σαν της ελαφίνας λοξά και υγρά σ’ ένα χλωμό πρόσωπο σαν παλιό μετάλλιο.
Άκου, πιστεύεις πραγματικά ότι ο Τζατσίντο θα παντρευτεί την Γκριζέντα;» «Ναι, είναι σίγουρο» «Πότε θα παντρευτούν;» «Πριν από τα Χριστούγεννα.» Εκείνη χαμήλωσε το φως, σαν να ήθελε να δει καλύτερα το πρόσωπό του κι έτσι φώτισε καλά το δικό της. Πόσο χλωμή ήταν και πόσο νεανικό και ταυτόχρονα γερασμένο ήταν το πρόσωπο της!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν