Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Προσέτι δύναταί τις να θαυμάση εις την οροφήν το ωραίον μετά του απερίττου, το ανεπίλυπτον του διακόσμου και την συμμετρίαν και ευπρέπειαν των χρυσωμάτων, και ότι η χρήσις του χρυσού έγινε κατά τρόπον ώστε να μη υποπτεύη τις φειδώ, αλλά να διακρίνη φιλόκαλον λιτότητα, όπως εις γυναίκα σεμνήν και ωραίαν αρκεί διά ν' αναδείξη το κάλλος της ή λεπτόν περιδέραιον περί τον τράχηλον ή εις τον δάκτυλον δακτύλιος καλλιτεχνικός, ή ενώτια, ή πόρπη ή ταινία συγκρατούσα την κόμην και τοσούτον προσθέτουσα εις το κάλλος όσον εις το ένδυμα η πορφύρα.

Ήλπιζαν ακόμη, γιατί στην καρδιά του ανθρώπου η ελπίδα ζη με το τίποτε. Ο Τριστάνος ανέβηκε μονάχος σε μια βάρκα και τράβηξε κατά το νησί του Αγίου Σαμψών. Ο Μόρχολτ είχε υψώσει στο κατάρτι του ένα πανί από πλούσια πορφύρα. Πρώτος έφτασε στο νησί. Έδενε τη βάρκα στην παραλία, όταν ο Τριστάνος πηδώντας κι' αυτός στη στεριά έσπρωξε με το πόδι τη δική του κατά τη θάλασσα, μέσα.

Αυτά 'πε• και ταις δούλαις της παράγγειλ' η Ελένη να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς, να 'χουν να ταις φορέσουν. κ' εκείναις απ' το μέγαρον εβγήκαν, κ' εβαστούσαν 300 φως εις τα χέρια, κ' έστρωσαν• και ο κήρυκας τους ξένους έμπασε, καιτον πρόδομον αυτού πλαγιάσαν κείνοι, ο ήρωας Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης• και ο Ατρείδης εις τ' απόκρυφα του δόμου, και σιμά του η Ελένη η μακροπέπλωτη, η αταίριαστη γυναίκα. 305

Την πορφύρα, Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις, Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει Κ' εσέρνουντανταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν καιτο θερμό του κάμπου Καιτου βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.

Από τη ρεμματιά έπαιρνε τον λεπτό πηλό στα δάκτυλά του και μ' ένα μικρό εργαλείο από ξύλο ή κόκκαλο το μεταμόρφωνε σε φόρμες τόσον εξαίσιες, οπού οι άνθρωποι τις έδιναν σαν αθύρματα στους νεκρούς και τα βρίσκουμε και τώρα στους σκονισμένους τάφους, απάνω στην κίτρινη βουνοπλαγιά της Τανάγρας, με τωχρό χρυσό και τη σβυνάμενη πορφύρα, που μένουν χρονοτριβώντας λίγον καιρό ακόμα στα μαλλιά, στα χείλη, στη φορεσιά.

Και το Δαιμόνιόν μου απαντά μετά χλεύης: — Ναι· και ιδού ο λόγος, διά τον οποίον έν άχυρον ευτελές, δύναται να θεωρήται δικαίως ως πορφύρα, κατά λάθος άβαφος και ιδού ακόμη ο λόγος, δι' ον μία πορφύρα χωρίς αξίαν, δύναται να θεωρείται ως άχυρον, ερυθριών από εντροπήν!

Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εχάρηκε, κ' επρόφερεν ευχή• «Πατέρα Δία, 330 εις όσα είπ' ο Αλκίνοος, τέλος να 'δώσηόλα• και η φήμη εκείνου πάντοτετην γην την σιτοδώρα να μένη άσβεστη, κ' εγώ να φθάσω εις την πατρίδα». Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους• τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις η Αρήτ' η λευκοχέρα 335 να στρώσουν εις την αίθουσα, να βάλουν μέσα ωραία και πορφυρά σκεπάσματα, και τάπηταις επάνω, και χλαίναις κάτωθε κρουσταίς να 'χη να ταις φορέση. κ' εβγήκαν απ' το μέγαρο, με φωςτα χέρια, εκείναις• και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνη, 340τον Οδυσσέα σίμωσαν και τον παρακινούσαν• «σήκω να πας να κοιμηθής, ω ξένε• η κλίνη εστρώθη». είπαν και μ' ευχαρίστησι και αυτός είδε την κλίνη.

Η Μάννα του Αγίου είνε ντυμένη με μακρύ γαλανό φόρεμα με πορφυρά ανθέμια και στο κεφάλι έχει λευκό μοφόριο, που της πέφτει στους ώμους και στης πλάτες. Η άλλες Μαννάδες φοράνε ρούχα πολύχρωμα. Η Μάννα του Αγίου έχει τα μάτια της κλειστά. Σχεδόν την σέρνουν. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣΠάρτε τη την γυναίκα απ' εδώ! Δεν θέλω, δεν πρέπει να την δω να κλαίη! Τη φωνή της δεν είνε σωστό ν' ακούσω, μήπως κλονιστώ.

Πηγαίνουν τότες και βρίσκουνε δυο τάγματα Γαλάτες και τους καταπείθουν κι αυτούς με μεγάλα ταξίματα να μπούνε στη συνωμοσία. Μαζεύουνται μια πρωινή σιμά στα λουτρά της Αναστασίας, και φορεμένος πορφύρα ο Προκόπιος παρουσιάζεται σαν αναστημένος Λάζαρος μέσα στην Πόλη. Λέγουν πως έτρεμε τότες από το φόβο του, μα οι στρατιώτες τον αποδέχουνταν αλαλάζοντας.

Ο τράχηλός του φαινότανε πειο άσπρος από το χιόνι, τα πισινά του πειο πράσινα από τριφύλλι, το ένα από τα πλευρά του κόκκινο σαν πορφύρα, το άλλο κίτρινο σαν σαφράνι, η κοιλιά του άσπρη σα λαζούρι, η ράχη ρόδινη. Αλλά όταν το κύττταζε κανείς πειο πολύ, όλα αυτά τα χρώματα χόρευαν στα μάτια και άλλαζαν, πότε άσπρα και κίτρινα, πράσινα, μπλε, πορφυρά, σκοτεινά ή φωτεινά.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν