United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καιρό να χάνουμε δεν έχουμε. Γυρίζει ο Παπάς και τονε βλέπει το γέρο ξερός. — Πάντρευέ τους, σου λέω, Παπά μου, και γλήγορα γλήγορα. Βάζει λοιπόν το πετραχήλι του ο Παπάς, και τους στεφανώνει. Από κείνη την ώρα άρχισε και καλλιτέρευε ο σακατεμένος ο Παναγής. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, άλλο ένα κεφάλαιο, και τελειώνουμε. Έξη μήνες έκαμε ο Παναγής να πάρη απάνω του.

Τούλεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ίδια του η γυναίκα τον καταλαλούσε: — Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνης του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ' Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλης το πετραχήλι στο κεφάλι...

Κόσμος ένα πλήθος, γυναίκες ένα σωρό, άνδρες πολλοί και παιδιά ένα μελίσσι, άλλοι ορθοί, άλλοι καθισμένοι, μερικοί άρρωστοι από διάφορες ασθένειες, μισεροί και σακατεμμένοι, βρίσκονταν εκεί, κ' έκαναν το σταυρό τους. Ένας παπάς με το πετραχήλι έστεκε στη μέση· είχε κάμει Παράκλησι, και τώρα ήτον στο τέλος. Έψαιλναν «Την πάσα ελπίδα μου», κ' έκαναν μετάνοιες.

Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ' ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντύλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ' όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς. Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάρηες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα. — Σύρε κ' έφτασα. Να πάρω τ' Άγια Μυστήρια.

Εφίλησα τες δυο δυστυχισμένες, έκαμα το σταυρό μου, επέρασα στη ζώνη το λάζο μου και εις τας δέκα η ώρα επήρα το δρόμο του σπητιού του βουλευτή, με απόφασι να τον σκοτώσω και ό,τι γίνη ας γίνη. Ευρήκα την πόρτα του ανοικτή και τη σάλλα του γεμάτη. Ήταν εκεί και ένας από τους δύο γιατρούς που ήρταν σ' εμένα το πρωί και παρακάτω ένας παπάς με το διάκο του που εκρατούσε τη μετάληψι και το πετραχήλι.

Αγκαλά νοιώθοντάς το πως είτανε για καλό, κι όχι πάλε για λόγου του, παρά να ξεγλυτώση κ' η Βασιλική του από το φοβερό το ψεγάδιασμα, κι ο αδερφός του από την κόλαση πούβραζε μέσα του, έκαμνε υπομονή και περίμενε. Προβάλλει τέλος από την Άγια Θύρα ο γέρος ο Εφημέριος με το πετραχήλι περασμένο στους ώμους του και με το Βαγγέλιο στο χέρι, και κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι.

Παπά μ', να χαίρεσαι το πετραχήλι σ'! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ' και τα παιδάκια σ'! Ξάδερφε Θοδωρή! να ζήσης, να τσ' χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! όπως έτρεξες με το λάδ' να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρω! Να χαίρεσαι, μ' έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη! Τίμια στέφανα! 'στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού! με μια καλή νύφη, να ζήσης, να χαρής! εβίβα όλοι! Τέ-περ-τε.

Πέρασε στη στιγμή το πετραχήλι στο λαιμό κι' άρχισε τους ξορκισμούς, που τους ήξερε απ' έξω. Ο παπάς αυτός ήταν ξακουσμένος για το μνημονικό του, γιατί γνώριζε απ' έξω όλα τα βιβλία της εκκλησιάς: Βαγγέλιο, Απόστολο, Ψαλτήρι, Χτωήχι, Ρολόγι, Τριώδι, Πεντηκοστάρι και όλα τα γράμματα των γιορτών, πώχουν τα Μηναία.

Αληθ'νός ου Κύριους! Ζη κη βασιλεύει! — Γεια μας! καλή γεια! διάφουρου! καλή καρδιά! καλή γερουσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ' χρόν' νάμαστε καλά. Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ'! Παπά μ'! να χαίρηση το πετραχήλι σ'! Είτα, στραφείς προς τον Κούτρην. — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου! Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. Αλλ' ο Κούτρης απήντησε μεθ' ετοιμότητος.

Μια και δυο γέρνουν πάλι στο χωριό, και παν στου Παπα-Ξυδέα. Με καρδιοχτύπι και τρομάρα πιάνουν και του μολογούν λαχανιασμένοι: το και το, παπά μου! Παίρνει ο παπάς το θυμιατό και παίρνει το Σταβρωμένο. Περνάει βιαστικά το πετραχήλι στο λαιμό, τον παίρνουν και παν κατά το ξάγναντο στη βάρδια της Δραμαλούς.