Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Οι παπάδες και οι δεσποτάδες με τα φαρδομάνικα και τα ιερά τους εγκόλφια· οι καλογριές και ηγουμένισες· οι ευσεβείς και οι νηστευτές· οι μπακάλιδες που εξικοζύγιζαν και οι κρασοπουλητάδες που έδιναν τριακόσια την οκά και οι έμποροι που επερνούσαν για μέτρο την πήχη και για πήχη το ρούπι· οι βαρυτοκιστάδες οι άκαρδοι και οι σπαήδες οι αχόρταστοι· οι αντρογυνοχωρίστρες και οι προξενήτρες· όλοι τέλος εκείνοι που στον κόσμο περνούν για κατιτί και τους σέβεται είτε τους φοβάται ο χοντρός λαός, επήγαιναν εκεί κλαίοντας τον Κόσμο που άφησαν και κλωθογυρίζοντας ακόμη στον νου τις άδικες και παράνομες υποθέσεις τους.

Και θνητός άνθρωπος δεν ηδύνατο ν' αναβή εκεί, ουδέ να καταβή, εκτός αν ήτον ουρανοπετής. «Ουδέ κεν αμβαίη βροτός ανήρ, ου καταβαίη». Και τ' άντρα τριγύρω εφύσων ως κινύραι της νυκτός εις το σκότος, κ' η ηχώ έμελπε τους στρυφνούς διφορουμένους χρησμούς της. «Εθέλω ειπείν τιτι; — Λέξον ως &ερώ& — ερώ». Και τα άστρα κατέφεγγον όλην την κοιλάδα, ως αφιερωμένα, και .... ο γαλαξίας, κ' η Πήχη, και η Πούλια, και τ' Αμάξι, και οι δύο Αδελφοί, οπού τελευταίοι εβασίλευον πέραν εκεί, εις τα καταμέλανα βουνά της Στερεάς, εις τα ανάβαθρον του ουρανού, το Πήλιον.

1866, Μάης μήνας κ' έπεσε φοβερό χαλάζι που στρώθηκε σα χιόνι στη γης. Έκαμε μεγάλες ζημιές. 1868 . Εχθροπραξίες αναμεταξύ Ελλάδος και Τουρκιάς. Άναψε ο Κρητικός πόλεμος. Κ' εδώ κρυφά κρυφά εστήθηκαν κομητάτα κ' έφερναν τουφέκια και μπαρούτες από την Ελλάδα, κ' ετοιμάζονταν για επανάσταση. 1869 . Το Γεννάρη μήνα έπεσε το χιόνι μέσα στα Γιάννινα μία πήχη.

Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια. Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα. Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη. Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας. Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι, Και χάν' τη στράτα τ' άλογο.

Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιή! — Ως που να με καταπιή εκείνο το ρουφάω εγώ!... Ο καπετάν Μπισμάνης εγύρευε να μας κεντήση στο φιλότιμο. Αλλά και ποιος ημπορούσε να κινηθή! Το χιόνι επλάκωνε μία πήχη το κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια των πανιών απλονόταν και ασπρογάλιαζε στο σκοτάδι, σαν κουλουριασμένα φίδια.

Μέσα στο διπλανό το μαγαζί ανεβοκατεβάζει άλλος την πήχη σαν τυλιγάδι, και μετράει το χασέ. Αντίκρυ, στο ψώμάδικο, μπαινοβγαίνει το φτυάρι με τα ψωμιά. Παρέκει ζυγιάζει, ο μπακάλης τις παινεμένες σαρδέλες του. Πού το χουζούρι και το ραχάτι της απάνω της Αγοράς! Εκεί ύπνος και χώνεψη, εδώ δουλειά και γλέντι. Αχ, και τι γλέντι! Ρίξε μια ματιά σ' εκείνην την ταβέρνα, να καταλάβης!

Είπα, και η θαυμαστή θεά μου απάντησεν αμέσως• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, εις το καράβι σου οδηγόν καθόλου μη ζητήσης• 505 άμα τεντώσης τα λευκά πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι, κάθου• φυσώντας ο Βορηάς θα σου οδηγά το πλοίο. αλλ' άμα τον Ωκεανό διαβής με το καράβι, άγριαν θα ιδής ακρογιαλιά, και της Περσεφονείας τα δάση, λεύκαις υψηλαίς, χασόκαρπες ιτέαις. 510 εις τον βαθύ Ωκεανό την πλώρη αυτού να στήσης, και συτου Άδη κίνησε τ' αραχνιασμένο δώμα, όπου ο Πυριφλεγέθονταςτου Αχέροντα το κύμα, και ο Κώκυτος, 'που της Στυγός απόκομμ' είναι, ρέουν• πέτρ' είναι, όπου βαρύκτυπα τα δυο ποτάμια σμίγουν. 515 και ως φθάσης, ήρωα, κει σιμάτο μέρος, 'που σου λέγω, λάκκο μιαν πήχη σκάψ' ευθύς του μάκρου και του πλάτου, και χύσε γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων• και αφού βάλης μελίκρατο, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτα νερό, και μ' άλευρα λευκά τα πασπαλίσης, 520ταις άδειαις κάραις των νεκρών εύχου θερμά, και τάξου δαμάλα στείρα διαλεκτή να σφάξης άμα φθάσης εις την Ιθάκη, και πυράν πολύδωρη να κάψης, και να προσφέρης χωριστόν αρνί του Τειρεσία, ΟΜΗΡΟΥ κατάμαυρο, 'που δεύτερο δεν θα 'χη το κοπάδι. 525 και άμα ικετεύσης τάνδοξα των πεθαμένων πλήθη, κριάρι σφάξε, ολόμαυρη κοντά του προβατίνα, και στρέψε τατο έρεβος• συ γύρε αλλού την όψι προς ταις ροαίς του ποταμού• και τότε αυτού θε να 'λθουν να σ' εύρουν αναρίθμηταις ψυχαίς απεθαμένων. 530 και κάμε τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά ριμμένα, ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών ειπήτε, εις τον ανδρείον τον Άδη και εις την άσπονδην αντάμα Περσεφόνη. και συ το ξίφος γύμνωσε, κάθου και μην αφίνης 535 ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν συμβουλευθής εσύ τον Τειρεσία. ο μάντης θα 'λθη ευθύς εκεί να σ' εύρη, ω πολεμάρχε• αυτός τον δρόμο θα σου ειπή, του ταξειδιού τα μέτρα, και πώς, το πέλαο σχίζοντας, θα φθάσηςτην πατρίδα». 540

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν