Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Μα κοντά την ώρα να σκολάσουμε, λίγο πρι βασιλέψη ο ήλιος, αναγκαστήκαμε για τα πιο χοντρά σίδερα να σηκώσουμε ένα βαθμό ακόμα την πίεση. Τη σηκώσαμε, κ' εγώ έφυγα από την ατμομηχανή και πήγα στο πλαγινό μέρος του Μηχανοστάσιου για να δω πώς προχωρούσε η δουλειά. Δεν πέρασε πολύ ώρα κι ακούμε ένα φοβερό κρότο. Νομίζαμε πως κάτου από τα πόδια μας έφευγε η γις.

Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να τόννοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του αποπάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα. Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ναφήση τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψη. Ναποχωριστή εκείνον παρά την ευτυχία του.

Εδώ για ν' αναγνωρίση κανείς τη θέση του χαραχτήρα αυτού, μέσα σ' ένα τέτοιο σπίτι, πρέπει να κουραστή λίγο για ν' αναζητήση τη μορφή του άλλου «θύματος», που επίδρασε στην Αννούλα, του «θύματος» που δεν περνά από τη σκηνή, μα που πέρασε στη ζωή, πρέπει να το ζητήση σε κάποιες γωνιές του σαλονιού που γίνεται το δράμα, ή σε κάποιες που μαντεύονται από μέσα.

Ω δροσερέ μου αέρα φυσόντας σιγανά, Πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά, Που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς... Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς.

Κ' ενώ αυτή η γυναίκεια τρυφερότητα με χάδευε σαν πνοή ευτυχίας ανέκφραστης, αιστανόμουνα ταυτόχρονα μια κεντιά μέσα μου: γιατί με ρώτησε γι' αυτό το πράμα; Πέρασε στο στοχασμό μου όλη η νιότη μας κι όλα χρόνια της αγάπης μας.

Αποτραβιέται δυο βήματα παραπίσω, μην τύχη και τηνε δη. Έτσι, σα να το σκόπευε κιόλας. Πέρασε ως τόσο ο Πανάγος άβλαβος κι άγκιχτος, κ' έμεινε η Ασήμω στεκάμενη ακόμη στ' απλάδι σαν παραλογιασμένη, σαν υπνοβάτρα που έννοιωθε και δεν έννοιωθε. Υπνοβάτρα που κάποιου φοβερού βραχνά προσταγή λες κι άκουγε μες στον παραδαρμένο της νου.

Ειδέ κοντάρια οι νιότεροι θα παίξουν, που δεν έχουν τα χρόνια μου και που γερά νογάν τα κόκκαλά τους325 Είπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια, κι' ήβρε το γιο του Πετεού, που στέκουνταν με γύρω λόχους των Αθηνιών πυκνούς, τεχνίτες του πολέμου.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αυτό συμβαίνει, πατέρα μου, γιατί βλέπω πως μου μιλούσες για άλλο πρόσωπο κ' εγώ ενοούσα άλλο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Μα πώς, κύριε, σας πέρασε μια τέτοια κωμική ιδέα; Με τόση περιουσία που έχετε, θέλετε να δώσετε την κόρη σας σ' ένα γιατρό; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα. Τι ανακατεύεσαι συ, πανούργα, αναιδεστάτη; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Θεέ μου! Μην αφαρπάζεσθε.

Είπε ότι το έδωσες εσύ στο αφεντικό της. Στο σπίτι ήταν η θεία Ρουθ και η θεία Νοέμι, ενώ η θεία Έστερ είχε πάει στις παρακλήσεις. Πήραν το καλάθι, ευχαρίστησαν την υπηρέτρια και της έδωσαν και φιλοδώρημα. Μετά όμως η θεία Νοέμι λιποθύμησε. Η θεία Ρουθ όμως την πέρασε για νεκρή και έβαλε φωνή.