Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλό της και στο δάχτυλο της Αννίτσας. — Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου τώχει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, ταδέρφια σου ξενητευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου.

Ομπρός! στη μάχη, — τι είναι χριάκαι λαβωμένοι ας πάμε! Και τότε εκεί δε μπαίνουμε στους χτύπους, μον παρέκει στέκουμε εμείς, μη φάει πληγή πας σε πληγή κανείς μας· 130 μα άλλους εκεί προστάζουμε να παν ομπρός, π' ως τώρα έτσι αγαπούν και τόρηξαν απ' οκνηρία όξω κι' όξωΈτσι είπε, κι' όλοι πείστηκαν στο γνωστικό του λόγο, και ξεκινούν, κι' ομπρός ομπρός περπάταε ο γιος τ' Ατρέα.

Πάλι όμως τώρα θαν το πω το τι θαρρώ συφέρνει. 215 Μην πάμε να χτυπήσουμε των Αχαιών τα πλοία· τι έτσι φοβάμαι θα μας βγει, αν τ' όρνιο αφτό, όπως τόδες, απ' τα ζερβά μας φάνηκε σαν είταν να διαβούμε, κακό όρνιο, αψηλοπέταχτος αητός, κρατώντας φίδι

Μέσα στη στενή καμαρούλα, γεμάτη από γυναίκες και παιδιά, με τον χτυπημένο απ' τη μια μεριά, με τη λιγοθυμισμένη αποκεί, ένα σάστισμα είχε χυθή ολόγυρα, με ξεφωνητά, τρεξίματα κι' αντάρα. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου, ξαναείπε ο Βαγγέλης πασχίζοντας να ξεκουμπώση τον χτυπημένο. Στη σπετσαρία έπρεπε να σε πάμε.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι· μα δεν μπορείτε έτσι, με τόση ελευθερία να της μιλήσετε της ΑΓΓΕΛικής: πρέπει να βρεθή τρόπος· σας είπαν νομίζω πως την προσέχουν και την έχουν περιωρισμένη και δεν την αφίνουν ούτε να βγη έξω ούτε να μιλήση με κανένα· κι' ας είν' καλά η περιέργεια της γρηάς θείας της, γιατ' έτσι μόνο μας άφησαν να πάμε στο θέατρο, όπου την είδατε και την αγαπήσατε.

Πώς την έσφιγγαν τα δάχτυλα του γλυκά κάτω απ’ τις αμασχάλες!. . . Λιόλια-Λιόλια ! Λιόλια-Λιόλια ! Πάμε, πάμε στο βουνό ί. . .

— Σ' όλο το ύστερο, εξηκολούθει να λέγη καθ' εαυτόν, δεν θα πάρω το Στρατή, ετσά που το λέει κ' η μάνα μου. Σαν τήνε πάρω και πάμε στο σπίτι μας, ας κοτήση νάρθη. Όξω, όξω, φαρμακίτη. Η Πηγή ως οψές ήτον αδερφή σου· από σήμερο είναι γυναίκα μου. Η ανάμνησις όμως του σπιτιού έπεσεν ως αποθάρρυνσις εις τας γενναίας του αποφάσεις. Εάν ετελείωνεν αυτό το σπίτι, θα είχαν τελειώσει και τα βάσανά του.

Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα αβλαβής· Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις ετούτο το σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και όλον ετούτο που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας να αφήσω την ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε στεφανωθώ, και να πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι ηθέλησα να κάμω αυτό, διά να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από την πατρίδα μου με ένα Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει πολλήν αισχύνην εις όλην μου την γενεάν.

Αλλ' ευτυχώς ο Χριστοδουλής είχε φθάσει ήδη. — Μπράβο! μπράβο ! . . . κυρία Πολύμνια! Εγώ τα ξέρω που είνε τα ίτσια . . . τώρα να πάμε να κόψουμε . . . — Θα με υποχρεώσετε πολύ, επανέλαβε και προς τους δύο η Πολύμνια.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν