United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ύστερ' απ' όλ' αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσης πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ' αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού.

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Κι ο μάστορας απ’ την άλλη μεριά του λέει : Αυτή τώρα πια γλύτωσε κι' ησύχασε. . . σάματις που θα πάμε κ' εμείς !-Δε λες καλά που δε σ' άφησε κάνα παιδί, νάχης τώρα ντράβαλα στο κεφάλι σου.

Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. — Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. — Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες. — Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου.

Αχ, τα Μπουγάζια! Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον εμπόδισε. — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρηάκρη. Γαλαξειδιώτες μας λεν. — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του. — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα μόλις άρχισε.

Πάμε τώρα· έρχεται. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι διάβολο! όλοι τάχουν μαζί μου, γιατί μ' αρέσει η αριστοκρατία· κι' όμως εγώ δε βρίσκω τίποτα ωμορφότερο από το να συναναστρέφωμαι την αριστοκρατία. Αυτή είνε η μόνη δόξα και ο μόνος πολιτισμός, και θα προτιμούσα να είχα δυο δάκτυλα λιγώτερα στο κάθε μου χέρι μα να είχα γεννηθή κόμης ή μαρκήσιος. ΣΚΗΝΗ Ις'.

Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι' αγριολάχανα, κι' όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω . . . Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια σου; — Τι θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απήντησεν η Πορταΐταινα. Καλλίτερα να πάμε συντροφιά, όπως ήρθαμε. Κ' εξεκίνησαν.

ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου, εις το σπίτι μας ας πάμε. ΑΘΗΝΑ Ναι, να πάτε, κ' εγώ θα σας ακολουθώ. ΙΩΝ Άξια οδηγός να γίνης. ΚΡΕΟΥΣΑ Και ν' αγαπάς την πόλι μας. ΑΘΗΝΑ Στους παλαιούς τους θρόνους κάθησε τώρα. ΙΩΝ Άξιο το κτήμα που θα πάρω. ΧΟΡΟΣ Χαίρε, Απόλλων του Διός και της Λητούς!

Το ξέρω τι θα μου πης· πως «να πάμε μια στην Αθήνα, και βλέπουμε». Με το καλό, θα πάμε και στην Αθήνα· και θα τους δούμε αυτούς τους δύο τρεις που συλλογιέσαι, και θα τους ρωτήξουμε αν ο κόσμος δεν τους ονομάζη &ζεβζέκηδες!& Κάθε Ρωμιός τη δουλειά του την κοιτάζει απατός του, και τη δουλειά του τόπου του βάζει πλερωμένους γραμματικούς και του την κοιτάζουν.

Ημείς έως που να γυρίση το μετζίλι ημπορούμεν να φύγωμεν, και να πάμε εις την Μποκάρα το γληγορώτερον, και εκεί θέλομεν κυβερνηθή με την προίκα μου και με τα διαμαντικά μου, που τα έχω μαζή με εμένα, και θέλομεν ζήσει ατάραχοι από τους εχθρούς.