United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αϊμά έδειξε την πληγήν της, ην συνέσφιγγε με την χείρα. — Ποίος σ' εκτύπησε; — Κάτι παιδιά, είπεν η Αϊμά. Ο παροδίτης απέσυρεν εκ του θυλακίου το μανδύλιόν του και έδεσε το τραύμα της κόρης. — Σηκώσου να πάμε εις το σπίτι σου, είπεν ο ελεήμων διαβάτης. Πού θέλεις να πάμε; Εγώ βαστώ το πανέρι σου με τα ρούχα.

Α' ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Πάμε στη Βουλή, ώ άνδρες. Σμίκρυνε, Χαριτωμένη, και συ Δράκοι, ξεκινάτε κι' ό,τι πρέπει μη ξεχνάτε, μήπως και σας φύγη λόγος, που στο πράμα δεν συμφέρει• κι' όταν πάρη ο καθένας και το σύμβολο στο χέρι και καθίσουμε στης έδρες σοβαρά και στην αράδα, θα ψηφίσου' ό,τι θέλει κάθε μια μας φιλενάδα— ώ τι λάθος, πω, πω, πω! φίλος, ήθελα να ειπώ!

Πάμε είπεν ο Σταύρος επιμένων. — Δεν έρχομαι απήντησε ξηρώς. Κ' έφυγε μετά σπουδής ως κλέπτης. Διότι αν και δεν ανέφερεν όνομα, εκ της εκθέσεως όμως των γεγονότων, αυτόν ηννόει το αναγνωσθέν επιτίμιον. Ο Δημήτρης Νουλάς ήτο πτωχός εργάτης, μόνον πλούτον έχων την αξίνην, τον λίσγον και τας δύο χείρας του διά των οποίων ειργάζετο, εντίμως ποριζόμενος τα έξοδα της ημέρας.

Το τι θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω, λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν. 95 Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο, έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν· τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει, 100 και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι

Ο ήλιος κοντεύει να βασιλέψη. ΔΩΡΑΔεν ξέρετε τι ωραίο βασίλεμα που είναι απόψε. Αλήθεια. Είχα σκοπό να σας το πω. Να πάμε κάτω στη θάλασσα να ιδούμε τον Ήλιο που βασιλεύει. Είναι ένα βραχάκι κάτω στη θάλασσα, που το ανακάλυψα σήμερα. Θα καθίσωμε οι δυο μας. ΦΛΕΡΗΣΌπου θέλεις, παιδί μου. Μα καλύτερα πάμε στον κόσμο. Πάμε κάτω στην πλατεία.

Έχεις ερωμένον; ηρώτησεν ο Ρούντυ. Αι σκέψεις του κατηυθύνοντο όλαι εις τον έρωτα. — Δεν έχω! απήντησε το κορίτσι και εγελούσε· αλλά όμως εφαίνετο 'σάν να μην ήσαν αληθινά τα λόγια της. «Ας μην κάνωμεν όμως λοξοδρομίαςείπε αυτή. «Πρέπει να πάμε αριστερώτερα, διότι είναι συντομώτερος έτσι ο δρόμος».

Τι ναι μας είπε, εγώ θαρρώ, απ' τα ουράνια ο Δίας 350 τη μέρα που τα γλήγορα καράβια ξεκινούσαν, σφαγή και χάρο φέρνοντας στους Τρώες, και δεξιά μας άστραφτε εκείνος και καλά μας έδειχνε σημάδια. Ας μη βιαζόμαστε λοιπόν να πάμε πίσω στ' Άργος, πριχού χορτάσουμε κι' εμείς των Τρώων τις γυναίκες 355 και της Λενιός ξοφλήσουμε τις πίκρες και ξαγρύπνιες.

Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο. Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά.

Μα για να πάμε από το τίποτις, από τανύπαρχτο, ίσια με το μίσος, ίσια με την αγάπη, για να πάμε μάλιστα κάποτες από το μίσος στην αγάπη κι από την αγάπη στο μίσος, υπάρχουνε χίλιες και χίλιες αγάπες, μίσητα χίλια και χίλια, που όνομα δεν έχουν ως τώρα.

Μα ό,τι κι αν πης, λιονταρήσια προβειά είναι. Στην ανάγκη, την πετούν κι' από πάνω τους. Μελετημένα και λογαριασμένα πράματα. Όχι τρέλλες. Ώρα μας είναι να σηκωθούμε και να πάμε να προσκυνήσουμε το μεγάλο τον άγιο της Ρωμιοσύνης, τον Άη Γρηγόρη. Μεγάλοι άγιοι κι ο Γερμανός, κι ο Διάκος, κι' ο Παπαφλέσας. Μα ο Άης Γρηγόρης είτανε στ' αλήθεια Παναγιώτατος.