United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήσυχη και γλυκειά σαν το καλοκαίρι, με το μαλακό της το χαμογέλοιο, με τα μικρά της τα ποδαράκια, πήγαινε κ' έρχουνταν η Λέλα μέσα στο σπίτι. Έτρεχε απάνω στο Σταβροδρόμι με την Ελένη, έκαμνε βίζιτες με την Ελένη, τη συντρόφεβε παντού, έπαιζε πιάνο μαζί της, μελετούσε μαζί της, μιλούσε, χωράτεβε, σα να μην ήξερε τίποτις.

Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.

Η «Αθηνά» σηκωνότανε σαν άτι αφρισμένο, σούζα, και καθώς έπεφτε να βουτήση πάλι, γκοπ! έλεγες πως έπεφτε απάνω σε βράχο. Τώρα θανοίξη, να κοπή σε δύο, έλεγες. Οι αρμοί της τρίζανε τρομακτικά στο σκαμπανέβασμα, όλο το καράβι βογγούσε σα θεριό λαβωμένο. — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Παλληκάρι σαν πάντα... Είπε ο Καπετάν-Μοναχάκης με μια φωνή σβυσμένη, σαν να μιλούσε από μέσα του.

Μερικές φορές μοιάζουν με στοιχειά» ξαναείπε, ενώ ο Τζατσίντο ξάπλωνε πάλι καταγής σιωπηλός. «Είδες τι μακρουλές που ήταν; Τρώνε τα άγουρα σταφύλια σαν διαβόλοι….» Ο Τζατσίντο όμως δεν μιλούσε πια.

Ο ώμος του Τζατσίντο έτρεμε με σπασμούς, εκείνος όμως τον ανασήκωσε και τον τίναξε, σαν να ήθελε να απελευθερωθεί από το τρέμουλο και ξανάρχισε με πιο σκληρή φωνή: «Ναι, εγώ ήμουν εκείνος, το κατάλαβες. Πήγα στο σπίτι του λιμενάρχη. Δεν ήταν εκεί, αλλά η υπηρέτρια, ένα χλωμό κορίτσι που μιλούσε χαμηλόφωνα, μ’ έβαλε νε περιμένω στον προθάλαμο.

Και τα δυο παιδιά κόβανε χλόη και κοιτάζανε τα μερμύγκια και πλησιάσανε τα ένα με το άλλο τόσο, που όταν σηκωθήκανε να φύγουν, είτανε κρατημένα χέρι χέρι και νομίζανε πως μπορούσανε να μείνουν αιώνια έτσι. Έπειτα από λίγες μέρες ο Σβεν είτανε καθισμένος κοντά στη μαμά και της μιλούσε για τη Μάρθα. Τώρα δε μιλούσε πια για τη χλόη και τάνθη, για τα πουλιά και τις πεταλούδες.

Και τον έπεισε να ξαναλουστή· κι αφού τον είδε, τον άγγιξε· κ' έφυγε πάλι αφού τον επαίνεψε· και το παίνεμα ήτανε αρχή έρωτα. Τι λοιπόν είχε πάθει δεν ήξερε, επειδή ήτανε κορίτσι μικρό κ' είχε αναθραφή στην εξοχή και μήτε είχε ακούσει κανέναν άλλονε να λέη τ' όνομα του έρωτα. Κ' ήτανε γεμάτη λύπη η ψυχή της και δεν κρατούσε τα δάκρυα· και μιλούσε πολύ για το Δάφνη.

Άρχισαν τότε να κουβεντιάζουν και ο Έφις κοίταζε το αγριοτριαντάφυλλο σαν να μιλούσε μόνο σ’ αυτό. «Ο Θεός μόνο μπορεί να σκοτώνειΣταμάτησε όμως την κουβέντα επειδή από μακριά η ντόνα Έστερ του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ήταν ώρα για φαγητό. Τον Τζατσίντο τον είχε καλέσει ο παπάς και όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, έτρωγαν με καλή συντροφιά. Από τις καλύβες έβγαινε καπνός η τσίκνα.

Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε• και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε• «Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουντους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385 μη τύχητην περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».

Υπάρχουν πολλά εδώ να μας ευχαριστήσουν και να μας κρατήσουν το ενδιαφέρον, χωρίς να απασχοληθούμε με ότι δεν μας αφοράΤότε κάθισαν όλοι και ήπιαν στην υγειά των νεοαφιχθέντων. Ενώ ο Βεζίρης Γαφέρ μιλούσε με τις κυράδες, ο Καλίφης αναρωτιόταν ποιοι είναι όλοι αυτοί και γιατί οι τρεις Δερβισάδες ήταν όλοι τους χωρίς δεξί μάτι.