Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Μα πιθυμούσα να έκανες και συ το ίδιο απέναντί μου. Ένοιωσα πάντα λύπη γιατί δεν το έκανες. Είδα πως σ' όλα αυτά είτανε κάτι που τη βασάνιζε περσότερο παρότι μπορούνε να το πούνε λόγια. Μα δε μάντεψα τι είτανε. — Νόμιζα πάντα πως ήθελες να είμαι όμοια με σένα, είπε. Έτσι νόμιζα και το είπα και σ' άλλους. Όταν πίστευα πως δεν μπορούσα να μιλώ μαζί σου, μιλούσα με ξένους.

Μη με παρακαλής να σ' αφήσω. Δεν μπορεί να σ' αφήσω. Φέβγει εκείνος και μ' αφίνει, και μας αφίνει, και μου το γράφει ο ίδιος. Τι άλλο θέλεις; Έτσι όλα πάλε καλά, σιάζουνται όλα και μνήσκουμε ήσυχοι οι δυο μας. Διές τι ήσυχη που είμαι. Πέρασε τώρα. Μην το συλλογιέσαι. Μιλώ μαζί σου, σα να μιλούσα μοναχή μου. Είχα λίγη ζάλη· μα δεν είναι τίποτις. Πάλμο, μη φοβάσαι.

Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τάκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως. Είταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε ταψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θάλασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλοκαίρι. Τα πουλιά κελαϊδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλλωναν ποιο να πρωτοπάρη το καλλίτερο το κλωνί για κρεββάτι του.

Τριστάνε, μια φορά αν σας μιλούσα, λίγο θα μ' έμελλε πεια να πεθάνω. Φίλε, αν δε φθάσω μέχρις εσένα, θα πη πώς δεν το θέλει ο Θεός, κι' αυτή είναι η πειο μεγάλη μου λύπη. Λίγο με μέλει για το θάνατο. Αφού ο Θεός το θέλει θα τον δεχτώ. Αλλά, φίλε, όταν θα το μάθετε, θα πεθάνετε, το ξέρω καλά. Τέτοιος είναι ο έρωτάς μας που δε μπορείτε να πεθάνετε δίχως εμένα, ούτ' εγώ δίχως εσάς.

Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.

Κάτι πρέπει νάκουσε σα μιλούσα μόνος μου, είπα. Έκαμνα τον ανήξερο ως τόσο. Ήρθε κοντά μου, κι ακκούμπησε στο κάγκελλο. — Όλοι κοιμούνται, μου λέει σιγά σιγά. Εγώ δε νύσταζα, και δεν πλάγιασα. Ανέβηκα να δω τι κάνεις. Ελπίζω να μη σε κακοκάρδισε ο πατέρας. Τον ξέρεις, και μην τονε συνοριστής. Να σου πω γιατί ήρθα. Θέλω μια χάρη. Θέλω να μου το γράψης αυτό το τραγούδι που άρχισες κάτω.

Άλλοι παίζουν μουσική, άλλοι χορεύουν, άλλοι προσεύχονται, άλλοι μεθούν, κι ύστερα όλοι φεύγουν…» «Φεύγουν; Και πού πάνε;» «Εννοώστις παράγκες τους, για να ξεκουραστούν.» «Και τι γλώσσα μιλάνε;» «Γλώσσα; Όλες τις γλώσσες. Εγώ μιλούσα τη γλώσσα της Σαρδηνίας με τους συντρόφους μου…» «Α, ώστε είχες συντρόφους από τη Σαρδηνία;» «Είχα μερικούς συντρόφους από τη Σαρδηνία: ένα γέρο κι ένα νέο.

Συγγενής είναι, στο κάτω κάτω!» «Από συγγενή θα το’βρεις, Έφις!» «Λοιπόν, δεν θα ξαναγίνει πια!» «Έφυγερώτησε τότε η ντόνα Έστερ, ανήσυχη. «Έφυγε; Ο ντον Πρέντου; Πού πήγε;» «Ποιος μιλάει για τον Πρέντου; Εγώ μιλούσα για εκείνο τον άθλιο.» Ο Έφις κοίταξε το καλάθι. «Εγώ εννοούσα τον ντον Πρέντου…. για εκείνο που έκανα χθες

Είταν πια αρραβωνιαστικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μικρή. Είμουν αγώρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω.

Κάμποσα είπα και για τη γλώσσα, που θα μου άρεζε να μην πάνε χαμένα όλους διόλου, τουλάχιστο για να καταλάβουνε πως τάλεγα κι από τότες. Μα υπάρχει κι άλλος λόγος που τα ξανατυπώνω. Όσο μιλούσα, ο Μποέμ σημείωνε τα λόγια μου.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν