Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Εν τω μεταξύ τούτω ο εκ της Λας εξελθών στόλος περιπλεύσας την παραλίαν εισήλθεν εις τον λιμένα της Επιδαύρου και επέδραμε κατά της Αιγίνης.
Ο δε Δαρείος, αφού παρήγγειλε και εις αυτόν όσα παρήγγειλεν εις τους Πέρσας, τους απέστειλεν εις τον λιμένα. Καταβάντες δε ούτοι εις την Σιδώνα της Φοινίκης, αμέσως επλήρωσαν δύο τριήρεις, και ομού με αυτάς μίαν ολκάδα από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα.
Ο δε Αλκιβιάδης είπεν ότι δεν ήρμοζεν, αφού εξέπλευσαν μετά τοσαύτης δυνάμεως, να απέλθουν αισχρώς και απράκτως· αλλ' έπρεπε να στείλουν πρέσβεις εις όλας τας πόλεις, εκτός του Σελινούντος και των Συρακουσών, να κάμουν αποπείρας εις τους Σικελούς, ίνα άλλους μεν αποσπάσουν από τους Συρακουσίους, άλλους δε καταστήσουν φίλους και διά του τρόπου τούτου προμηθεύωνται σίτον και στρατόν· ότι κατά πρώτον έπρεπε να προσελκύσουν τους Μεσσηνίους, των οποίων η πόλις εκείτο επί της προς την Σικελίαν γραμμής και καθίστα εύκολον την εις αυτήν άφιξιν, παρέχουσα λιμένα και όρμον καταλληλοτάτους διά τον στρατόν· τέλος ότι, αφού κάμουν συμμαχίαν με τας πόλεις και γνωρίσουν μετά τίνων θα πολεμήσουν, να προχωρήσουν κατά των Συρακουσών και του Σελινούντος, εκτός εάν η μεν πόλις αύτη συμβιβασθή μετά των Εγεσταίων, εκείνη δε επιτρέψη ναποκατασταθούν οι Λεοντίνοι.
Και όμως είχον μαζί αποπλεύσει από τον τελευταίον λιμένα. Ποια τύχη γοργή προήγε τον καπετάν-Μαμμή, ως ούριος ωθούσα αυτόν πάντοτε εμπρός; Και ποία τύφλα προσέδενε, τυφλή ειμαρμένη, τους άλλους, αργούς, κατηφείς, συλλογισμένους, μετρούντας τα κομβολόγιά των, με τα χέρια πίσω, μέσα εις τους σιωπηλούς κήπους του χωριδίου του Αναγαρά;
Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικό πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδας γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας.
Επί τέλους μετά την δύσιν του ηλίου ηγέρθη ο άνεμος και τα ιστία ερρυτιδώθησαν αλλ' έπνεεν εκ Νότου και μας ώθησε προς την Άνδρον, όλην δε την νύκτα ελοξοδρομήσαμεν προσπαθούντες να πέσωμεν υπό το Σούνιον. Την επιούσαν κατωρθώσαμεν μετά κόπου να προσορμισθώμεν εις Πειραιά προς προμήθειαν ύδατος. Ότε μετά έτη επανείδα τον λιμένα του Πειραιώς πόσον μου εφάνη μικρός!
Επί Ορλώφ, ο Λάμπρος Κατσώνης ανεστάτωσε την Μεσόγειον με ολίγα παληοκάραβα μεταποιηθέντα εις καταδρομικά. Επί της επαναστάσεως, ο Μιαούλης με πρώην εμπορικά πλοία κατεναυμάχει φοβερούς τουρκικούς στόλους, ο δε Κανάρης εισήρχετο με μίαν βάρκαν εις τον λιμένα της Χίου και επυρπόλει την τουρκικήν ναυαρχίδα.
Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα λέπια μου έλειπαν.
Τότε η θεά τ' απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ εκείνα οπ' ερωτάς με• Μέντης του φιλοπόλεμου καυχιούμαι τ' Αγχιάλου 180 ότι είμ' υιός, και βασιληάς των ναυτικών Ταφίων• με πλοίον και με συντροφιάν έφθασα και πηγαίνω, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, 'ς ανθρώπους αλλοφώνους, 'ς την Τέμεση, για χάλκωμα και σίδερο τους φέρω. κ' έξω απ' την πόλιν άφησα το πλοίο, 'ς τον λιμένα 185 το Ρείθρον, αποκάτωθε του δασερού Νηίου• και πατρικοί καυχιούμασθε παλαιόθ' ανάμεσόν μας ξένοι, και αν θέλης πήγαινε τον γέρο να ερωτήσης ήρωα Λαέρτην, όπου πλειά δεν έρχεται 'ς την πόλι, ως λέγουν, αλλά 'ς τους αγρούς πέρα κακοπαθαίνει, 190 με γραίαν υπηρέτριαν, οπού πιοτό και βρώσι του παραθέτει, όταν αυτού τα μέλη πάρη ο κόπος, 'ς το κάρπιμο ενώ σέρνεται κηπάρι αμπελοφόρο. κ' ήλθα επειδή ο πατέρας σου ελέγετο πως ήταν εις την πατρίδα• αλλ' οι θεοί τον δρόμο του εμποδίζουν• 195 τί δεν απέθανε 'ς την γην ο θείος Οδυσσέας, αλλ' είναι ακόμα ζωντανός 'ς τα πέλαγα, κλεισμένος μέσα εις περίβρεκτο νησί, και άνδρες κακοί τον έχουν άγριοι, κ' εις το πείσμα του θαρρώ πως τον κρατούσι. και θα σου ειπώ προμάντευμα, 'που τώρα εις την καρδιά μου 200 μου βάζουν οι αθάνατοι, και ν' αληθεύση ελπίζω, αν και ούτε μάντις είμ' εγώ ούτε είμαι ορνιθοκρίτης. μακράν ακόμη απ' την γλυκειά πατρίδα δεν θα μείνη πολύν καιρόν, ουδ' αν δεσμά τον έχουν σιδερένια• ότ' είναι πολυμήχανος, θα σοφιθή να φύγη. 205 αλλ' έλα τώρα λέγε μου με όλη την αλήθεια, αν τέτοιος άνδρας καθ' αυτό παιδί 'σαι τ' Οδυσσέα• και φοβερά 'ς την κεφαλή, 'ς τα εύμορφα μάτια μοιάζεις εκείνου, επειδή σμίγαμε συχναίς φοραίς αντάμα, πριν εις την Τροίαν αναιβή, 'π' ανέβηκαν κ' οι άλλοι 210 'ς τα βαθουλά καράβια τους, οι πρώτοι των Αργείων. τον Οδυσσέ' από τότ' εγώ δεν είδα, ούτ' εμέ κείνος».
Αυτούς δε πρέπει να τους υποδέχωνται εις την αγοράν και τον λιμένα και τα δημόσια οικοδομήματα έξω από τα τείχη της πόλεως και πλησίον εις αυτά οι ωρισμένοι άρχοντες, προσέχοντες μήπως είναι παράνομος κανείς από αυτούς τους ξένους, και απονέμοντες εις αυτούς ορθώς την δικαιοσύνην σχετιζόμενοι αυτούς όσον το δυνατόν ολίγον διά τα απολύτως αναγκαία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν