United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αληθές είνε, ότι αποπλέων ύψωσεν όλας τας σημαίας και όλα τα σινιάλα του. Αληθές είνε ότι ο έξυπνος Περιστεράκης καταχαρούμενος ετρατάριζεν όλους όσοι απερνούσαν από το μαγαζί του εκείνην την ημέραν για το κατευόδιο του καπετάν-Μοναχάκη του φίλου του οπού του άφησεν ένα εικοσιπεντάρικο για της πενετάδαις.

Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο. — Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο. — Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι. Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της.

Πάντα κατευόδιο, έκραξε φαιδρώς το Λιαλιώ. Ηγέρθη, και βλέπουσα τον λευκόν τοίχον του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου στίλβοντα εις το φως της σελήνης, έκαμε τον σταυρόν της κ' επήδησε πρώτη εις την άμμον της παραλίας, βρέξασα τας πτέρνας εις το ύδωρ. Ο Μαθιός επήδησε κατόπιν της κ' εδοκίμασε να σύρη την βάρκαν. Η σκαμπαβία δεν απείχεν ήδη ή είκοσιν οργυιάς από του όρμου.

Το κόττερον του καπετάν Ηλία, κατάφορτον εμπορευμάτων και με τάβλαις σωρόν επί του καταστρώματος, μετά βραδύτητος προσήγγισε τέλος, αργά- αργά, εις την αποβάθραν, κοντόν και χονδρόν ως τον καπετάν Ηλίαν τον κυβερνήτην του. — Καλώς ώρσες, καπετάν Ηλία! πάντα κατευόδιο, καπετάν Ηλία! Ήλθεν ο Λαλεμήτρος; Εφώναζεν η γραία, υψηλά από τον βράχον, καταβαίνουσα εις την παραλίαν.

Φεύγεις, φεύγεις, Δεληγιάννη, και μας πας στο Βερολίνον, Για να είπης τας δικαίας απαιτήσεις των ελλήνων, Και ο κάθε έλλην τόρα με γλυκύτητα προφέρει Το μεγάλον όνομά σου, και πηδά ψηλά και χαίρει. Μα κι' εγώ μαζύ με όλους σαν θεότρελος γελώ Και φωνάζω «Δεληγιάννη, κατευόδιο σου καλό

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι. — Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά. Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη. — Καληνύχτα! ξαναείπε. Στάθηκε και τον κύτταξε ως που έστρηψε το σοκάκι. Τα βαρειά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο.

Καλό κατευόδιο, πατέρα μου, είπε. — Γιατί, παληόπαιδο, δεν πήγες μαζί; τον ηρώτησεν η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. — Για να ρωτάς εσύ, απήντησε θρασύς ο Πάπος. — Και πού θα ερμοκατιάσης το βράδυ να ψοφολοήσης; Ο πατέρας θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας. — Έρχομαι στο σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, που έχει τους τρεις τοίχους και τη μισή σκεπή, απήντησε πανούργως ο μάγκας.

Ολίγον καιρόν εις το Παρίσι, ολίγον εις το Λονδίνον, και έπειτα, καλό μας κατευόδιο! Και εγέλασεν η Μάσιγγα εκ νέου, και έσφιξα την μικράν αυτής χείρα, και άφησα τα δάκρυά μου ελεύθερα, και κατήλθον χωρίς να βλέπω την αποβάθραν, και ερρίφθην εις την περιμένουσαν λέμβον. Το σκότος ήτο πυκνόν, μόνον επί τινας στιγμάς διέκρινα το μαντίλιόν της απαντών προς το ιδικόν μου...

Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του σταυρού ο κυρ- Aλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κ' εστάθη εις τους πόδας του. Επήδησαν είς είς έξω· εξεφόρτωσαν τας αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν.

Η δε θεια-Αννούσα, εννοήσασα τούτο, είχεν αρχίσει να ετοιμάζη την μικράν βασταγήν της, μη προσέχουσα πλέον εις την ομιλίαν, με ολόδροσον χαράν, την οποίαν της έφερνον εις το γελαστόν πρόσωπον αι αύραι των βουνών του σκιερού χωρίου της, ευωδιάζουσαν πατρίδος ευωδίαν· και ηύχετο μεγαλοφώνως εις τους περί αυτήν, ως ν' απεβιβάζετο πλέον, από τόσον μακράν: — Πάντα κατευόδιο!