United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.

ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.

Επάνω εις ένα πολύτιμον εικονοστάσιον, ολόχρυσον, ήτο η Παναγία η Πορταΐτισσα, μαλαματένια, φορτωμένη από διαμαντόπετραις και άλλα χρυσαφικά. Λαμπάδαις άμέτρηταις έκαιαν εμπροστά της κ' εφαίνοντο ως ζωντανά τα ζωγραφισμένα αίματα εις τον Παρθενικόν λαιμόν της, οπού την εμαχαίρωσεν ο άπιστος αγαρηνός μια φορά, την αγίαν εικόνα εις την σιαγόνα.

Τα στρουγγολίθια, τα κλαριά, μπροστά του ζωντανέψαν Κ' έγειναν όλ' αφεντικά κι' ανθρωπινά του κρέναν: — Λάμπρε, πούνε τα ζωντανά; Λάμπρε, πούνε το βιο μου; — Ο Λάμπρος αλλοφρένιασε κ' έχασε τα ύπατά του. — Ω συμφορά, που μ' έσυρες άστοχε λογισμέ μου! Πάτησα αφεντικού ψωμί κ' έχασα και το βιο του! Είνε το κρίμα μου βαρύ σαν το βουνό του Σμόλκα, Το κρίμα πώκαμα ο ζαβός μες το βρασμό της νιότης.

Μηδέ έχει τ' αργυρόγοργο ποτάμι να σας σώσει, 130 ο Ξάνθος, που συχνά πολλούς του σφάζετε βουβάλους και ζωντανά τού ρήχνετε πολλά άτια μες στο κύμα· μα κι' έτσι θα σας τρώει οχιά, ως να πλερώστε τέλος του βλάμη εδώ το θάνατο, των Αχαιών τα πάθια, που στα γοργάσαν έλειπατους σφάζατε καράβια135 Έτσι είπε, κι' άναψε θυμό στα σπλάχνα του ποτάμου.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Ώστε ο κριτικός ως ερμηνευτής δεν θα δίνη λιγώτερ' απ' όσα παίρνει και θα δανείζεται; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Θα μας δείχνη πάντα το έργο της τέχνης σε κάποια νέα σχέση προς την εποχή μας. Θα μας θυμίζη πάντα ότι τα μεγάλα καλλιτεχνήματα είναι ζωντανά πράγματα, τα μόνα αλήθεια ζωντανά πράγματα.

Κάθε γενεά του Ευμορφόπουλου έφερνε στη γενεά του Χαγάνου οξωμάχους για τη γη, δούλους για τα ζωντανά, κορίτσα και αγόρια για τις αισχρές επιθυμίες της. Λίγο λίγο έσβυσε και τ' όνομά τους ακόμα μέσα στο χωριό. Έλεγαν «στου Ευμορφόπουλου το πηγάδι»· «του Ευμορφόπουλου το πήδημα»· το «λιθάρι του Ευμορφόπουλου». Ονόμαζαν έτσι κατιτί σημαντικό των παλιών αφεντάδων.

Τους χτύπησε της χαραγής το παγερό τ' αέρι Και ξαστερώσαν ξάνοιξαν οι μαύροι λογισμοί τους. Τότες θυμήθηκε ο βοσκός τα ζωντανά, τη στάνη, Κι' αφίνει ευτίς τη σπηλιά με τ' απαλό το στρώμα Και την πανώρια αγάπη του με τα γλυκά φιλιά της, Με τ' άσπρο, το μεστό κορμί, τη λιγερή τη μέση Και την ολόθερμη αγκαλιά που χάρηκε όλη νύχτα. Όμως το γρέκι του αδειανό κ' έρμη τη μάντρα βρίσκει.

Ή άλλος τις το υπέδειξεν εις την δυστυχή μητέρα, ή μόνη της το εσκέφθη — η πενία τέχνας κατεργάζεται, — και ιδού μετ' ολίγον ο Μανώλης, ο ασπρογάλανος υιός της Αλτανούς, ευρέθη από την θάλασσαν εις το βουνόν, βοσκός δεκαεξαετής βόσκων τας αίγας του γέρω-Παππού, του πρώτου ποιμένος της νήσου, όστις είχε πέντε παιδιά, όλα γιδοβοσκούς, όλα ζωντανά. — Να μου το κάμης τσομπανάκι, γέρω-Παππού.

Ο Έφις σήκωσε το χαλκοπράσινο πρόσωπό του, σκληρό σαν μπρούντζινη μάσκα, και κοίταξε το αγόρι με τα μικρά γαλαζωπά του μάτια, χωμένα μες στις κόγχες και περιτριγυρισμένα από ρυτίδες: κι εκείνα τα μάτια, ζωντανά και λαμπερά, φανέρωναν μια παιδική αγωνία. «Σου είπαν εάν πρέπει να γυρίσω αύριο ή απόψε;» «Αύριο, σας είπα! Όσο θα λείπετε στο χωριό εγώ θα είμαι εδώ να φυλάω το κτήμα».