Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Αληθινά, είπε στον Κακαμπό, αν δεν είχα ιδεί με τα μάτια μου να κρεμάνε το δόχτορα Παγγλώσση κι' αν δεν είχα τη δυστυχία να σκοτώσω το βαρώνο, θα πίστευα, πως είναι αυτοί, που τραβούνε κουπί μέσα σ' αυτή τη γαλέρα. Μόλις ακούσανε τα ονόματα Παγγλώσσης και βαρώνος, οι δυο κατάδικοι βγάλανε μεγάλο ξεφωνητό, σταματήσανε πάνω στον μπάγκο τους, αφήνοντας τα κουπιά τους να πέσουνε.

Εάν είχα κάμει ένα βήμα περισσότερον προ τού να πέσω, ο κόσμος δεν θα με επανέβλεπε πλέον. Ο θάνατος, τον οποίον ούτω διέφυγα, ανήκεν εις την αυτήν κατηγορίαν των σκέψεων, η οποία με έκαμε να θεωρήσω ως ανοήτως απίθανα τα όσα μου διηγήθησαν περί της Ιεράς Εξετάσεως.

Τότες η Θέτη απάντησε στα δάκρια βουτημένη «Ήφαιστε, τάχα πια θεά, στον Έλυμπο όσες είναι, πιάπες μουτόσες συφορές να πέρασε και λύπες, 430 τόσο όσο εμένα διάλεξε να με πικράνει ο Δίας; Μονάχα εμένα πάντρεψε απ' τις νεράιδες μ' άντρα θνητόνε, κι' είχα εγώ θνητού να καταπίνω χάδια, κιάς φώναξα κιας τσίριξα.

Κι όταν τώρα μου ήρθε αυτή η ανάμνηση τόσο καθαρά, όσο δεν μπορούνε να το αποδώσουνε τα λόγια, μου φάνηκε πως εκείνο, που είχα πει τότε, της έκαμε μιαν εντύπωση διαφορετική παρότι είταν το νόημά μου κ' ένοιωσα στην καρδιά μου μια κεντιά, σα να της έκαμα κακό δίχως να το θέλω. Μ' έκοψε λέγοντας: — Δεν μπορώ να το εννοήσω αυτό. Ούτε να πιστεύω, ούτε να μην πιστεύω ! Πρέπει να κάνω ένα από τα δυο.

Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον, μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν ρόγχον του λασίου του στήθους.

Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

Ο Δημητράκης εμάντεψε τη στενοχώρια των αλλουνών κ' έκαμε την αρχή. Αμέσως εκείνοι άφηκαν ελεύθερη την όρεξη τους. Το σαράβαλο χτίριο βούιξε σαν ταβέρνα. Ο Αρχαιολόγος ξαφνίστηκε και τους κύτταξε με θολά μάτια, σα να τους ρωτούσε την αιτία. Έπειτα όμως συνήρθε, κούνησε το κεφάλι.... — Γελάτε; γελάτε; είπε στα σοβαρά εκεί να σας είχα για να ιδώ αν θα γελούσατε...

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Γελτρούδη μου, κατόπιν ας του πάμε· πόσο είχα κοπιάση να ημερώσω την οργήν του! ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ. Εισέρχονται δύο ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΑΙΣ με δίκοπαις κλ. Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Γίνεται να δοθή χριστιανική ταφή εκείνης, οπού θελη- ματικώς ηθέλησε να σωθή;

Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του. — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει; — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της. — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες!

Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν