United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να πήγε στον ντον Πρέντου», είπε στον Τζατσίντο. «Οι θείες σας είναι καλά; Να τους δώσετε πολλά χαιρετίσματα και να τις ευχαριστήσετε για το δώρο που έστειλαν στον αδελφό μου το Ρετόρο.» «Τα μαύρα δαμάσκηνα!», είπε μια λαίμαργη υπηρέτρια. «Η Νατόλια, ξύλο που της χρειάζεται, τα έφαγε όλα κρυφά.» «Εάν μου δώσετε και άλλα, ντον Τζατσί, θα κατέβω μαζί σας στο κτήμα» είπε η Νατόλια προκλητικά. «Και δεν έρχεσαι….», απάντησε εκείνος, η φωνή του όμως ήταν λυπημένη και, παρ’ όλο που η ηλικιωμένη κυρά νουθετούσε: «Καθένας με τους όμοιούς του πρέπει να κάνει συντροφιά, Νατόλια!», όταν βγήκε στο δρόμο άκουσε τις γυναίκες να γελούν μιλώντας γι’ αυτόν και την Γκριζέντα.

Αυτά δεν τα στοχάζεσαι ούτε ποσώς φροντίζεις· Και φοβερίζεις μάλιστα το δώρο να με πάρης, Οπού κοπίασα πολλά, κ' οι Αχαιοί μ' εδώσαν. Ούτ' έχω δώρον όμοιον εγώ ποτέ μ' εσένα, Όταν πορθούν οι Αχαιοί Τρωάδας πλούσιαν πόλιν.

Κι' όμωςκάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσηςπου μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της! Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόητάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ;

Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

Διπλή ζωή, κυρ Ποντικέ, οι Μπακακάδες ζιούμε, Γιατί πηδάμε και στη γης, και στα νερά βουτούμε. Δώρο του Δία χωριστό σ' ολίγα ζώων γένη, Απ' όσα και αν εσκόρπισε ς' της γης την οικουμένη. 140 Και αν έχεις όρεξι να ιδής αυτά που σου διηγούμαι, Είν όφκολο το πάισιμο εκεί που κατοικούμε. Σε παίρω εγώ στης πλάταις μου, και ακίντυνα διαβαίνεις· Περιδιαβάζεις, ως ποθείς, και πάλε οπίσω βγαίνεις.

Αλλά, αγάλι! κύττα εκεί, 'πώρχεται πάλιν! Εισέρχεται το ΠΝΕΥΜΑ ΟΡΑΤΙΟΣ Θα το σταυρώσω, και ας με κάψη. — Στάσου, απάτη! Τα δώρο αν έχεις της φωνής ή κάποιον ήχον, ομίλησέ μου! Αν τι καλό μπορεί να γίνη οπού να φέρη ανάσασινεσέ, 'ς τον εαυτόν μου χάριν, ομίλησέ μου! Αν της πατρίδος σου να πλέκ' η μοίρα ηξεύρεις κακό, 'πού αν το προμάθ' ημπόρειε ν' αποφύγη, ομίλησε!

Έπειτα γύρω φόρεσε στο στήθος τα τσαπράζα, που θυμητάρι μια φορά του τάδωκε ο Κινύρης. 20 Γιατί ως στην Κύπρο τ' άκουσε τα θαυμαστά μαντάτα πως παν μ' αρμάδα οι Δαναοί τους Τρώες να χτυπήσουν· δώρο γι' αφτό του τόστειλε, για ναν τον καλοπιάσει.

Τους αγναντεύει ο Φραβίττας και στέλνει αμέσως πλοία και τους βυθίζει. Σέρνει και φεύγει τότες ο Γαϊνάς απελπισμένος κατά τα όρη του Αίμου· μα και κει καλλίτερη τύχη δε βρήκε, μόνο τον πιάνει ο Βασιλέας των Ούνων ο Ούλδης, του κόβει το κεφάλι, και το στέλνει δώρο στον Αρκάδιο. Τέτοιο είταν το τέλος του Γαϊνά.

Σ' έχε και σύντροφο μαζύ και κύρη. Όχι, δεν θέλω, Καίσαρ, να τον σφάξης, δώρο τη συχώρεσί του πρέπει να μου τάξης. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έπειτα είνε και πολύ ωραίος. Σένα τα μάτια σου σαν τον κυττάζεις, ολοένα γιομίζουν αστραπές. ΕΥΝΙΚΗ Το ξέρω πως μας ζουλεύεις και τους δυο μας, γέρο. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Γέρος εγώ; ΕΥΝΙΚΗ. Σαν το παιδί σου δεν είσαι βέβαια. Ντροπή σου από τη ζήλεια σου για τα δροσάτα νειάτα του

Τότε οι δυο υπηρέτριες άρχισαν να κακολογούν τις ξαδέλφες του αφεντικού τους. «Όταν πηγαίνω σπίτι τους, με το δώρο μες στο καλάθι, με υποδέχονται λες και πηγαίνω να τους ζητήσω ελεημοσύνη, ενώ εγώ είμαι εκείνη που τους την πηγαίνω! Δεν βλέπεις τι πρόσωπο πεινασμένου έχει ο Έφις; Είκοσι χρόνια τώρα δεν τον πληρώνουν και τώρα ούτε να φάει δεν του δίνουν.