Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Ελάτε, μπήτε μέσα σεις, μην τύχη και σας πάρη το μάτι του. Για το θεό! τι είν' αυτά, για πες. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Αστρονομία ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κι' αυτά πουν' από δώθε, τι; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Αυτά; γεωμετρία. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Καλά• ποιά έχουν χρήσι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τάχα ποια γη; του κλήρου; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Του κόσμου ολοκλήρου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Θα χωρατεύης. Μα κι' αν μπη η γνώμη σου σε χρήσι τον κόσμο θα ωφελήση. Να κ' η Αθήνα.

Εγλυκογεράνιζαν κάτω από της αβγής τα μαλακά και διάφανα ροδόφωτα· εγιάλιζαν απαλά, εξάστραφταν κι αγκάλιαζαν μέσα στους διάπλατους τους κόρφους τους, μυριόχρωμους τους ίσκιους από τις βαριές πέρα ακροπελαγιές, κι από ταμουδερά δώθε τα κυμοθάλασα. Εφέβγαμε κ' εμείς, γλυστρούσαμε, ετρέχαμ' ολοένα. ...Στο πανώριο νησάκι της Τίκλας μας απόξω, θα ψαρέβαμε. Επήραμε τον κάβο του νησιού.

Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.

Όταν πήρα να μαζώξω δώθε κείθε όσα είχα δημοσιεμένα είτε σε περιοδικά, είτε σε φημερίδες, και που τα ξανατυπώνω σήμερις με τη χρονολογική τους τη σειρά· όταν τα ξαναδιάβασα κ' έβαλα στο καθένα κι από μια σημείωση, όταν από το πρώτο που έγραψα ίσια με το στερνό, τα κοίταξα ένα ένα, δεν μπόρεσα να μην απορήσω, βλέποντας πώς και με τι τρόπο άλλαξε το ζήτημα το γλωσσικό από τα 1888 ως τα 1901.

Τ' αμπέλια κατάντησαν αδιάβατα· ρίχνει το κλήμα πέρα δώθε τις βέργες του με θυμό, σα να οχτρεύεται τον εαυτό του. Ούτε κουδουνολάσι, ούτε φλογέρα λαλεί στα βοσκοτόπια· τρύγοςτραγούδι όχι στ' αμπέλια· θεοίνεράιδες ούτε στα νερά. Περνάς τον κάμπο, σα να περνάς το θάλαμο νεκρού.

Ένας από τους αγωγιάτες πήγε κοντά 'ςτα πράμματα για να μη πηδήσουν δώθε από το ρέμμα και μπουν μέσα 'ςτα καλαμπόκια και κάμουν ζημιά. Τα λίγα χωράφια των Παλιοχωρίτων, χωρισμένα με ξερολίθι και βασταγμένα με τοίχους απάνου 'ςτες κατωφέριες και 'ςτους βράχους, ήταν σπαρμένα με καλαμπόκια.

Οι φλόγες του λυχναριού ελύγιζαν πέρα δώθε, κ' εξεχώριζαν σε διπλές γλώσες γλυκοπράσινες. Η μάνα περίχαρη και γελαστή, — τι μέρα ξημέρωνε αλήθεια! — ανακάτωνε τα λαλάγκια με ταδράχτι, να ξεροψηθούν. Κόκινη κόκινη, φουντωμένη, με ροδισμένο το πρόσωπο από τη φωτιά, μας ξάνοιγε μες απ τον καπνό που σήκωναν οι λιοπυρίνες κ' εχαμογελούσε.

Όπως όταν στο χλοερόν τον κάμπο κάτω στέκουν το ένα στο πλεβρό του άλλου ορθόκορμα και ισοκέφαλα τα τροφαντά ταστάχια, γαληνεμένα και ήμερα μέσα στου λιοπυριού τη γλύκα και ησυχία, και άξαφνα δριμό σιφουνικό σηκώνεται απάνω απ το βουνό, και χύνεται ανήμερο και φοβερό μέσα στον κάμπο, και τανεμίζει μες τη ζηλεφτή την ησυχία τους, και πέρα δώθε δειλιασμένα τα τινάζει, και κυματίζει πέρα πρόσπερα ο ήσυχος ο κάμπος, ανταρεμένο τόρα πέλαγο μες τις στριγκιές του αγριοσίφουνα βοές και μες των ασταχιών το φοβισμένο φύσημα· έτσι και οι φαντάροι τόρα, καθώς ήταν κάτω ακόμα στη γραμμή, προσεχτικοί νακούσουν και την τελεφταία διαταγή του Επιλοχία, ξιπασμένοι από τις βραχνές αγριοφωνές, που εχύθηκαν απάνω από τις τάπιες κάτω στους στρατώνες τους, εσυνταράχθηκαν στις τάξες τους, εχάλασαν και τις γραμμές, και με τα όπλα όπως έφτασαν μες τη μεγάλη βία τους καθένας κρατημένα, εχύθηκαν πάνω κατά της φυλακής τις τάπιες που έβγαιναν ακόμη οι βραχνές φωνές, ακολουθώντας πίσωθε το Φρούραρχο και τον Επιλοχία, που έτρεξαν μπροστά άγριοι και αλλαξοπρόσωποι κι αφτοί.

Όταν είχε ανοιχτά τα παράθυρά του, ωρμούσεν η ζωή απέξω σαν Σατανάς κ' εσκόρπιζε το εγώ του μαζί με τη σκόνη του τραπεζού πέρα δώθε. Και τότε ένοιωθε τον εαυτό του τιποτένιον, άδειον, όπως ένα γυαλί που έχασε το μύρο του. Για τούτο σαν ήθελε να εργασθή σφιχτοσφαλούσε τα παράθυρά του για να κρατήση αναγκαστικά την ψυχή μέσα του.

Εδίπλωσε καλά τα λουκάνικα στην άκρη το σάβανό του, τάκρυψε διαμάσκαλα στον κόρφο του, και δώθε παν οι άλλοι. Εχάθη! Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήσαν ανάστατο. Αν τύχαινε και κανένας βάρυπνος να βαρυκοιμάται ακόμη, εξύπναε κι αφτός τρομαγμένος από την ποδοχαλή, που εγινόταν στους δρόμους έξω και τις σπαραχτικές φωνές τω γυναικών, που εθόλωναν τον αέρα κ' εσειώταν ο τόπος.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν