Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γέροντ', ήδη το 'μαθε· φροντίδα σου δεν είναι». Είπε και κείνος κάθισετο στιλβωτό θρονί του. ομοίως εχαιρέτησαν τον θείον Οδυσσέα και του Δολίου τα παιδιά και του 'σφίγγαν τα χέρια, 410 καιτον πατέρα των σιμά κάθισαν, τον Δολίον.

Το πολύπειρον και δόλιον πνεύμα του αλβανού ήρχετο ευθύς κ' εξουδετέρου το μίσος και η φυσική θυμοσοφία του έλληνος ώστε δεν έκαμνον άλλο παρά να συμπληρώνη ο ένας τας ελλείψεις και τα μαθήματα του άλλου.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω πλούτε και βασιλεία στην γην, που απ’ όλες τις τέχνες τις ανθρώπινες εξέχεις° κάμνεις όλοι του βασιλέως τη ζωή να τη ζηλεύουν, αφού για τον βασιλικόν τον θρόνον, όπου η πόλις μού τον έδωκε, άξιό μου δώρο, χωρίς εγώ να το ζητώ, τούτος ο Κρέων, ο πρώτα φίλος μου πιστός, μ’ επιβουλεύει, το σκήπτρον αυτό θέλοντας για τον εαυτό του, και μου ’στειλε τον μάγο αυτόν και τον πανούργον, τον δόλιον, τον αγύρτη αυτόν που μόνο κέρδη αγαπά, κ’ είναι τυφλός εις την μαντείαν.

Έλαβε δε την πρόθυμον και εμπιστευτικήν απάντησιν, ότι η Βηθλεέμ ήτο η πόλις η υπό της γραφής ενδειχθείσα διά τοιαύτην τιμήν. Και αποκρύπτων τον δόλιον και άσπλαγχνον σκοπόν του, απέστειλε τους Μάγους εις Βηθλεέμ με την διαταγήν να εξετάσουν ακριβώς περί του παιδίου και όταν εύρουν αυτό να τον ειδοποιήσουν, όπως μεταβή και αυτός να το προσκυνήση.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ω! το σφάλμα εκείνου, διά το οποίον δεν είσαι υπεύθυνος, σε έκαμε και σε δόλιον! Φύγε απ' εδώ. Τα εμπορεύματα τα οποία έφερες εκ Ρώμης είναι πολύ ακριβά δι' εμέ· ας μείνουν εις βάρος σου, και ας επιφέρουν τον όλεθρόν σου! ΧΑΡΜΙΟΝ. Υπομονή, καλή μου βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Επαινούσα τον Αντώνιον κατηγόρουν τον Καίσαρα. ΧΑΡΜΙΟΝ. Πολλές φορές, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τιμωρούμαι τώρα διά τούτο.

Καθώς και τόρα, αν αγαπάς, από πολλάς εικασίας θα σου αποδείξω με πειστικά επιχειρήματα ότι ο Όμηρος παρέστησε τον Αχιλλέα καλλίτερον από τον Οδυσσέα και φιλαλήθη, αυτόν δε δόλιον και πολύ ψεύτην και κατώτερον από τον Αχιλλέα.

Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοιτο δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσατον κήπον 220 πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν φράχτην του κήπου, και οδηγόςαυτούς ο γέρος ήταν. 225 και μόνον τον πατέρα τουτο πρόσχαρο κηπάρι ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. και να μετρήση εβάλθηκετου λογισμού τα βάθη, 235 αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα να του ειπή, πώς έφθασετην γη την πατρική του, ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· «Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· περιποιείσ' όλα καλά·το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μηεμέ θυμώσης· συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, ή απέθανε κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη. ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, οπ' είχε' έλθειτο σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδατο δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».

Και ο μεν Ψαμμίτιχος ουδένα είχε δόλιον σκοπόν μεταχειρισθείς την περικεφαλαίαν του· οι άλλοι όμως βασιλείς, ιδόντες την πράξιν του Ψαμμιτίχου, ενθυμήθησαν τον χρησμόν όστις τους είχεν ειπεί ότι όστις ήθελε κάμει σπονδάς με ποτήριον χαλκούν εκείνος ήθελε γίνει μόνος βασιλεύς της Αιγύπτου.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν