Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Ξέρουμε όμως πως από δω είχε, από κει είχε, τα βόλευε ο Θεοδόσιος με τους Ούννους, κι αυτή δίχως άλλο είταν η φρονιμώτερή του πολιτική. Ας ακούσουμε τώρα και τι τούψελνε του Θεοδοσίου η « Αντιπολίτεψη» του καιρού εκείνου — οι χρονογράφοι. Πρώτο, πως φτώχηνε ο τόπος από τα πολλά τα δοσίματα· δεύτερο, πως δεν είταν οργανισμένος ο στρατός για μεγάλους πολέμους· και τόνα και τάλλο άκριτα λεγμένα.
Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή βασανισμένη· μια χαρά — τρεις τρομάρες.
Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.
Σ' έν' από τα ωραία δακτυλίδια του, για τα οποία τόσον εκαυχιόταν και που χρησίμευαν για να δείχνουν κτυπητά τον όμορφο τύπο των αβρών φιλντισένιων χεριών του, συνήθιζε να φέρνη κρύσταλλα του Ινδικού nux vomica , που είν' ένα φαρμάκι, καθώς μας λέει ένας από τους βιογράφους του, «σχεδόν δίχως γεύση, δυκολοεύρετο κ' επιδεκτικό διαλύσεως επ' άπειρον». Οι φόνοι που έκανε, λέει ο De Quincey, ήσαν περισσότεροι παρ' ό,τι μαθεύτηκαν από την ανάκριση.
Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν! Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία, Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη, Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα, Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη. Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο.
Τίποτε δεν με γεμίζει με τόσο σιγαλόν αληθινόν αίσθημα, όπως κείνοι οι χαρακτήρες του πατριαρχικού βίου, τους οποίους εγώ, δόξα τω θεώ δύναμαι δίχως επίδειξιν, να συνυφάνω με τον βίον μου.
Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι' όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.
Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της, Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο. Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα. Και το τραγούδι το θλιφτό 'ς το στόμα μου ανεβάζει. — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστα 'ς τη ράχη, Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα. Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.
»Όταν χθες σε αποχωρίστηκα ευρισκόμενος σε κείνη την τρομερή επανάστασι όλης μου της ζωής, ενώ τόσες συγκινήσεις εκυρίευαν την καρδιά μου και αισθανόμουν τον εαυτό μου παγωμένο από φρίκη μπρος στην άχαρη και δίχως ελπίδα ύπαρξή μου κοντά σου . . . μόλις και μετά βίας μπόρεσα να φθάσω στο δωμάτιό μου. Εγονάτισα, έξω φρενών, και, ω Θεέ μου! μου έδωκες την τελευταίαν τέρψη των πιο πικρών δακρύων!
Τι δάκρυα που χύνω, σαν σκέπτωμαι τη μάννα μου, όπου κρυφά πανδρεύθη, και μ' έδιωξε κρυφά κ' εμέ χωρίς να με βυζάξη. Έζησα δίχως όνομα ζωή σαν υπηρέτης μέσα σε τούτο το ναό• είν ο θεός προστάτης, μα είν' η μοίρα μου βαρειά• γιατί όταν ήταν πρέπον στης μάννας μου την αγκαλιά τροφή να βρω και χάδια, εγώ την εστερήθηκα τη μητρική τροφή μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν