Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Τότε ο σκλάβος που βάδιζε μπροστά γύρισε κατά πίσω και τράβηξε το σπαθί του. Η Βραγγίνα γύρισε προς τον άλλο δούλο ζητώντας βοήθεια. Κρατούσε κι' αυτός γυμνό το σπαθί στο χέρι, και είπε: — Κόρη, πρέπει να σε σκοτώσουμε. Η Βραγγίνα έπεσε στα χόρτα και με τα χέρια της πολεμούσε ν' απομακρύνη της αιχμές των σπαθιών.
Αχ, είταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κ' ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη.
Ακόμα μια φορά γύρισε κείνη που έρριχνε φως ιερό στην καθημερινή ζωή μας. Τα παιδιά μας τη χαρήκανε, όταν γυρίσαμε, κι ο μικρός Σβεν ανέβηκε στην αγκαλιά της μαμάς, στρυμώχτηκε σιμά της κ' είτανε τόσο ευτυχισμένος. — Βλέπεις, δεν έφυγες από το μαϊμουδάκι, είπε. Είχε τόσο θριαμβευτική έκφραση, σα να πίστευε πως χάρη του έγινε καλά η μαμά.
Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του. — Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι. Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.
Του κάκου, γύρισε να δούμε και του Μπραΐμη το χάλασμα. Στην άλλη την άκρη της Τάμπιας. Τέσσερεις τοίχοι, κουκουβάγιες γεμάτοι. Είταν όμως μια φορά σπίτι, κι όσο για τον Μπραΐμη, είταν κι αυτός Ρωμιός μια φορά! Πρέπει να τη μάθης την ιστορία του. Να σου τη δηγηθώ στο δρόμο, τώρα που θα κατέβουμε, να γυρίσουμε πίσω, στο μοναχικό το καλύβι.
Και καθώς γοργόσκιζαν το νου του οι αστραπεροί αυτοί λογισμοί, ακούγονται περπατηξιές αποκάτου, και νά ο Πανάγος. Δε γύρισε ο Μιχάλης να ξαναδή το Δημήτρη, πίσωθέ του, κρυμμένο τώρα μπροστά σε λιθάρι. Την έννοιωθε όμως τη τρομερή του ματιά, τις άκουγε τις κρυφομίλητές του φοβέρες. Και σκύβοντας από πίσω απ' άλλο λιθάρι, παίρνει σημάδι κι αφίνει την τουφεκιά.
Ω! όχι ποτέ άνθρωποι δεν αγαπήθηκαν τόσο πολύ και δε βασανίστηκαν τόσο σκληρά. Όταν ο Τριστάνος γύρισε από το κυνήγι, τσακισμένος από τη βαρειά ζέστη, αγκάλιασε τη Βασίλισσα με τα χέρια του. «Φίλε, που έλειπες όλη την ημέρα;» — Κυνηγούσα ένα ελάφι, κ' είμαι σκοτωμένος από την κούρασι. Κύττα, ο ιδρώτας τρέχει από το σώμα μου. Θάθελα να πέσω να κοιμηθώ».
Μα η μάννα του· η γλυκειά, η πονετική, η άγια του μαννούλα! Πώς έκαμε κι άφηκε έρμο το παιδί της! Πάντα ήταν καλή, περιποιητική, αφωσιωμένη σε δαύτον. Κ' εκείνος το ίδιο· λόγο δεν της γύρισε ποτέ, παράπονο δεν της έκαμε. Η αγάπη του δεν ήταν από κείνες που έχουν τα παιδιά στη μητέρα τους! Ήταν λατρεία φανατικού στη θρησκεία του. Από τα μικρά του χρόνια κάθε σκέψη του σ' εκείνη την αφιέρωσε.
Σιγά σιγά όμως γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της. Ντράπηκε για την ονειροφαντασιά της. Θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στη γριά: «όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησε να βρει τις λέξεις που έπρεπε να πει στον ανιψιό της για να τον πείσει να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί την Γκριζέντα.
Έκαμε λίγα βήματα στο δωμάτιο· νευρικά και γοργά βήματα σαν κάποιος από πίσω να του φώναζε: «Τρέχα!» Έπειτα στάθηκε απότομα, γύρισε κατάμπροστα στο Θεομίσητο και με φοβέρα του είπε : — Τήραξε καλά· σύρε αμέσως να σηκοτραφίσης τον τόπο σου!... — Μα... ηθέλησε ν' αντιμιλήση εκείνος, κάνοντας το μισοκακόμοιρο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν