Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Τι ένα διο χρόνια πιότερα έχει από μένα ο Αίας, μα αφτός εκεί είναι από γενιά κι' αθρώπους περασμένους, 790 κόκκαλο μια φορά γερό π' αδύνατο κανείς μας στα πόδια ναν του παραβγεί... εξόν ο Αχιλέας.» Είπε, και του Πηλιά το γιο να μεγαλύνει ζήταε. Γύρισε τότες ο γοργός κι' απάντησε Αχιλέας «Αδρέφι, ο λόγος σου ο καλός δε θα σου πάει του κάκου, 795 παρά κι' ακόμα εγώ μισό φλουρί θα σου χαρίσω.»
ΜΕΝ. Όχι δωρεάν, φίλε μου• διότι και τα νερά του πλοίου έχυνα και κουπί ετράβηξα και μόνον εγώ από τους επιβάτας σου δεν έκλαια. ΧΑΡ. Αυτά δεν αξίζουν τίποτε για μένα• πρέπει να πληρώσης τον οβολόν• αλλοιώτικα δεν μπορεί να γείνη. ΜΕΝ. Λοιπόν γύρισέ με πάλιν εις την ζωήν. ΧΑΡ. Αστείος είσαι, διά να έχω και τιμωρίας από τον Αιακόν. ΜΕΝ. Παύσε να με σκοτίζης λοιπόν.
Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια.
Η Σεραφεία απάντησε στον πραγματευτή ότι πρώτα πρέπει να συμβουλευτεί τις αδελφές της· αφού το συζήτησε, γύρισε και του απάντησε ότι αυτός και οι δυο φίλοι του είναι καλοδεχούμενοι. Αυτοί μπήκαν μέσα και υποκλίθηκαν ευγενικά στις κυράδες και στους καλεσμένους τους.
Περπάτησε όλη τη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα, κάτω κατά μήκος της κοιλάδας του Ισάλε, μέχρι που έφτασε στη θάλασσα. Εκεί έπεσε στο χώμα, ανάμεσα σε δυο θάμνους φιλλυρέας, και του φάνηκε πως γύρισε στο χωριό του αφού έκανε το γύρο του κόσμου.
Μπαμ!.. αντιλάλησε σύγκαιρα στη λαγγαδιά. Γύρισε ψηλά· το αντρόγυνο έπαιρνε τον ανήφορο πηδητά — κυνηγητά, σαν ζευγάρι αγριόγιδα στην ώρα της λαύρας τους. Τραγουδούσε ο γαμπρός, κ' ήταν το τραγούδι του χαρά και υπόσχεση. Γέλοιο πηδούσε μικρό και λιγοθυμισμένο από τα πύρινα στήθη της νύφης. Το χιονάτο αγιόκλημα περίμενε σα νυφιάτικη κλίνη στο διάσελο· έσυρε το ταίρι στους δροσερούς κρυψώνες του.
Ο ήσκιος φίλησε μ' ευλάβεια τον πεσμένο κορμό· έπειτα σηκώθηκε βιαστικά, γύρισε τα μάτια ολόγυρα και κούνησε αργά το κεφάλι σα νάκλαιγε την τόση καταστροφή. — Μάννα! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος, απλώνοντας τα χέρια. Ήταν ίδια η κυρά Πανώρια· η κορμοστασιά, το μέτωπο, το βλέμμα εφανέρωναν πως ήταν εκείνη. Δεν έδωκε όμως απάντηση στη φωνή του γιου της. Ούτ' έδειξε πως τον άκουσε.
«Νά η Μικρούλα ! Νά η Μικρούλα ! να !» Στις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – – Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θεια Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια να ρίχνη . . . Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.
Η Ουρανίτσα γύρισε το πρόσωπό της. Ο πατέρας της αυτή τη στιγμή της φαινότανε σαν ξένος και σαν εχθρός. Καλά έλεγε η μάννα της: «Ξεκούτιανε ολότελα». — Είνε κακός καιρός στο πέλαγο; είπε σε λίγο χωρίς να γυρίση να τον κυττάξη. Του καπετάν Λαλεχού καρφί δεν του καιγότανε. — Καλός-κακός, εμείς πρίμα ταξιδεύομε, είπε πάλι. Τι σε μέλει; Γύρε να κοιμηθής. Η Ουρανίτσα έβραζε μέσα της.
Και μόλις καμιά φορά κατά το ηλιόγερμα παύοντας τα δάκρυα και τις προσευχές, αφού εφορτώθηκε στον ώμο του τα κλαδόφυλλα, που έκοψε, γύρισε στο εξοχικό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν