Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ειδοποίησαν τον Αντρέ, ο οποίος έβαλε μπρος στα δωμάτια των γυναικών, τρεις σπιούνους, αρματωμένους. Όταν ο Τριστάνος θέλησε να περάση την πόρτα: «Πίσω, τρελλέ, φώναξαν γύρισε στο σκυλλόσπιτό σου να κοιμηθής στ' άχερα. — Αι τι, ωραίοι άρχοντες, είπεν ο τρελλός δε θα πάω απόψε ν' αγκαλιάσω την Βασίλισσα; Δεν ξέρετε ότι μαγαπάει και με περιμένει;» Ο Τριστάνος σήκωσε το ρόπαλό του.

Ποτέ δεν είχε ιδεί τόσο όμορφες χάντρες. Ο νέος ο κυνηγός της είπε τότε: — Μην το βγάλης ποτέ απ' το λαιμό σου. Αυτό είναι το θυμητικό της αγάπης μας. Η βοσκοπούλα γύρισε και κύτταξε τα όμορφα μαργαριτάρια στο λαιμό της και δυο δάκρυα στάξανε απάνω στα θαμπά πετράδια. — Ποτέ μου δεν είδα τόσες όμορφες χάντρες, ξαναείπε. Ο νέος ο κυνηγός φίλησε τον άσπρο της λαιμό, με τα θαμπά μαργαριτάρια.

Όλοι με τα μάτια βουρκωμένα τον άκουγαν. Κάποιος γύρισε και κύτταξε τον Μαθιό στριμωγμένο σε μια γωνιά. — Σαν την έβαλε ο Πειρασμός και πήγε και πνίγηκε, τι φταίω εγώ; είπε ο Μαθιός. Και ο Λαλεμήτρος, που τον έβγαλε ο Θεός στη μέση, ξημερώματα του Θεού, στραβομάρα είχε να τρέξη να την αρπάξη, να την πάη σπίτι της; Μόνο λέει τώρα πως δεν πήγε ο νους του πως ήταν η Ουρανίτσα.

Το δροσερό ανοιξιάτικον αέρα που πνιγμένος σε μύριες ευωδιές το βασιλιά και τους αρχόντους πέρα σε πιο όμορφες τους φέρνει ακρογιαλιές. Κάθε άεργο, ζητιάνο, κλέφτη, αλήτη γύρω απ τη χώρα έχει μαζέψει εδώ, από καλύβι γύρισε σε σπίτι κι ερέθισε τον κόσμο το φτωχό.

Γιατί μόλις έκαμε να στρίψη προς το ένα μέρος, φώναξε κάποιος πίσω του κι όταν πάλι γύρισε να κοιτάξη προς το άλλο, τον άρπαξε κάποιος στα χέρια, κάποιος που έτρεχε γλήγορα όσο μπορούσε, και πριν μπορέση να συλλογιστή καλά, βρέθηκε μέσα στην τραπεζαρία κ' η μαμά τον πήρε στην αγκαλιά και τον έσφιγγε τόσο, που δεν μπορούσε νανασάνη.

Γιατί γύρισε; Με είχε προδώσει, και θέλησε παραπανιστά, να μ' εξευτελίση: αυτό είναι! Δε τον έφταναν τα παληά μαρτύριά μου; Ας γυρίση λοιπόν, ντροπιασμένος κι' αυτός, στην Ιζόλδη με τα Λευκά χέριαΕκάλεσε τον Περινίς τον Πιστό, και του είπε της ειδήσεις που είχε φέρει ο Μπλεχερή.

Έκλεισε την πόρτα σιγά και γύρισε στο δωμάτιό του· έπεσε, παρά κάθισε στο γραφείο του, έβαλε το κεφάλι στα χέρια και μπήκε σε συλλόηση. Τις άλλες μέρες που ήταν αφωσιωμένος με τη συντροφιά των σοφών και τις ανασκαφές δε λογάριασε καθόλου την απουσία της μάννας του. Γυναικεία πείσματα, είπε, θα περάσουν. Τώρα όμως που δεν είχε σε ποιόν να μεταδώση τη χαρά του ανησύχησε. Ήταν αλήθεια το λοιπόν!

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν