Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός.... Ήσυχος και καταγάλανος ο κόρφος.
Τον κοίταξε καλά πριν τον αφήσει να μπει, όπως κοιτάζει κανείς έναν ξένο, έπειτα είπε μόνο: «α, εσύ είσαι;». Ήταν αρκετή όμως αυτή η έκφραση δύσπιστης και κάπως ειρωνικής έκπληξης για να τον ταπεινώσει και να τον ταράξει περισσότερο. «Γύρισα, λοιπόν, ντόνα Νοέμι μου», είπε μπαίνοντας και ακολουθώντας την μέσα στην αυλή. «Ο περιπλανώμενος γύρισε.
Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.
ΧΡΕΜΗΣ Ποιός άλλος τάχα; υφαίνεται πως οι πρυτάνεις όλοι ζητάνε γνώμες πώς μπορούν να σώσουνε την πόλι. Ο Νεοκλείδης ο τσιμπλής εγλίστρησε στη μέση• μα όλοι του φωνάξανε: —Κι' αυτός πώς θα μπορέση στα πράματα της πόλεως να βάλη την ουρά του, που τσίμπλες εγεμίσανε κι'αυτά τα τσίνουρα του; Τότε κ' εκείνος γύρισε κ' εκύτταξε τα πλήθη: — Για πέτε μου, τι έπρεπε να κάμω; αποκρίθη.
Ο μικρός ο Λεωνίδας, πούχε ακούσει τα μισά της λόγια, γύρισε και κύτταξε τον πατέρα του. — Δε μου λες, πατέρα, τρελλάθηκε η θειά η Ταρσίτσα; Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του: — Ή τώρα τρελλάθηκε, παιδί μου, ή τώρα βρήκε τα λογικά της. «Άδηλα και κρύφια» τα μέσα του ανθρώπου... «Μ' έφαε το σκυλί!»
Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους.
Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς είταν δυνατό!
Με το να χτύπησε όμως πριν την ώρα του ο Αμάττας, γύρισε ταποτέλεσμα όλως διόλου ανάποδα, κι όχι πια τσακίστηκε, παρά ξολοθρεύτηκε ο Βανταλικός στρατός. Σα φάνηκε από τα πίσω κι ο Γελίμερος και βρήκε το στρατό του χαμένο και τον αδερφό του πεσμένο, άλλο δεν τούμνησκε παρά να φύγη στην έρημο.
Γύρισε πίσω να δη τη Λιόλια: πήγαινε κλαμένη, βαστώντας το ξένο καπέλλο με τα δυο της χέρια, κι αυτή μαζί σπρωγμένη πίσω απ’ το φέρετρο απ’ την ίδια δύναμη και κατάρα. . και κοντά της έσερνε η Θεια Ελέγκω τα γεροντικά της πόδια. . . Γύριζε ο άνεμος καμμιά φορά κ' έφερνε πίσω την ψαλμωδία εκεινού με το δεμένο μάτι, πούψελνε στον πιο αψηλό τόνο και μ’ όλη τη δύναμη της μύτης του, για να τονέ βουβάνη τον άλλο ψάλτη. . του φάνηκε πως έψελνε ολοένα: «Δόξα σοι ο Θεός!
Μα στο δρόμο που πηγαίναμε, μιλήσαμε πολλές φορές για το μεγάλο μας αγόρι, που για πρώτη φορά μίλησε κ' αιστάνθηκε σαν άντρας. Ο άγγελος του θανάτου πέρασε και τη φορά αυτή έξω από το σπίτι μας, τα φτερά του όμως μας αγγίξανε, σε τρόπο που το άγγισμα αυτό να δώση για καιρό τον τύπο του στη ζωή μας. Ωστόσο, η ευτυχία γύρισε ακόμα μια φορά στο σπίτι μας, μετριασμένη όμως και σοβαρότερη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν