Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Στη διπλανή καλύβα οι συγγένισσές της, μαζί με τις οποίες είχε έρθει στο πανηγύρι, δειπνούσαν καθισμένες καταγής γύρω από ένα δισάκι απλωμένο αντί για τραπεζομάντιλο και ενώ μια από αυτές νανούριζε ένα μωρό που αποκοιμιόταν κουνώντας τα χεράκια του, η άλλη καλούσε το κορίτσι. «Γκριζέντα, καλή μου, έλα, πάρε τουλάχιστον ένα κομμάτι τηγανίτα!
Ο πυρετός και η εξάντληση έκαναν τ’ αυτιά του να βουίζουν∙ σαν να άκουγε το μουρμούρισμα του ποταμού μέσα στη νύχτα και μακρινές φωνές και είχε μέσα στο κεφάλι του έναν κόσμο εντελώς δικό του όπου ζούσε αποτραβηγμένος από τον πραγματικό κόσμο. Δεν τον ενδιέφερε πια ο Τζατσίντο, ούτε η Γκριζέντα, ακόμη καλά καλά ούτε και οι κυράδες του.
Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.
Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν.
Όταν έφτασε κοντά στην Γκριζέντα της έπιασε το μπράτσο, μπήκε στη σειρά με τις γυναίκες που χόρευαν και φάνηκε να ζωντανεύει πραγματικά το χορό με την παρουσία του. Τα πόδια των γυναικών κινιόντουσαν ζωηρότερα, ενώνονταν, σέρνονταν, σηκώνονταν∙ τα σώματα είχαν γίνει πιο ευκίνητα, τα πρόσωπα έλαμπαν από χαρά. «Να το βαστάγι. Εμπρός, κουράγιο!» «Όπα! Όπα!»
Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!
Για τον Τζατσίντο μίλησε συγκινημένη η τοκογλύφος. «Τι καταδεχτικό παλικάρι! Είναι λιγομίλητος, αλλά καλός σαν το μέλι. Διασκεδάζει σαν παιδάκι και έρχεται εδώ για να φάει το κριθαρένιο ψωμί μου. Νατος που έρχεται με την Γκριζέντα από τη βρύση.»
Σίγουρα έχεις έρθει για να ταράξεις τη χαρά μου.» «Η γριά Ποτόι πέθανε», είπε επιτέλους ο Έφις και ο Τζατσίντο του πλησίασε το πιρούνι στο πρόσωπο σαν να ήθελε να τον τρυπήσει. «Φύγε, πουλί της συμφοράς! Το ήξερα ότι θα έφερνες την είδηση κάποιου θανάτου! Τι άλλο;» «Και η Γκριζέντα ετοιμάζεται να μας αφήσει. Θα την δεις να φτάνει εδώ σε μερικές μέρες. Αυτά ήρθα να σου πω.»
Γεννήθηκε πριν δέκα έξι χρόνια, στη γιορτή του Χριστού, την ώρα που πέθαινε η μάνα της. Λοιπόν, κοίτα την καλά: δεν είναι η μάνα της ξαναγεννημένη; Να την….» Και πράγματι η Γκριζέντα ανέβαινε από το ποτάμι με ένα πανέρι ρούχα στο κεφάλι, ψηλή, με το μεσοφόρι σηκωμένο πάνω από τις γάμπες της που γυάλιζαν και ήταν ίσιες σαν της ελαφίνας.
Η Γκριζέντα τον βοήθησε να τ’ απλώσει επάνω στο χτιστό πάγκο, κατά μήκος του τοίχου, και σκούπισε η ίδια το δωματιάκι και έστρωσε το μικρό κρεβάτι, την ώρα που στο διπλανό καλύβι ακουγόταν ο Τζατσιντίνο να απαντά με σεβασμό και σχεδόν με δειλία στις ερωτήσεις που του έκαναν οι θείες του. «Μάλιστα κυρία, από την Τερανόβα με το ποδήλατο. Σιγά την απόσταση! Ένα πήδημα είναι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν