Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Για να χαρεθή ο κύριός του όταν θα ξυπνούσε, ο Γκορνεβάλης κρέμασε από τα μαλλιά το κεφάλι στη διχάλα της καλύβας, και τα πυκνά φύλλα το επλαισίωναν γύρω-γύρω. Ο Τριστάνος ξύπνησε και είδε μισοκρυμμένο πίσω από τα φύλλα, το κεφάλι που τον εκύτταζε. Αναγνωρίζει τον Γκενελόν. Ταραγμένος, σηκώνεται όρθιος. Αλλά ο Γκορνεβάλης του φωνάζει: «Ησύχασε, είναι νεκρός. Μ' αυτό το σπαθί τον σκότωσα.

Αλλά ο Ύβαινος είναι χαρούμενος. Η Ιζόλδη φεύγει και ο Ύβαινος την οδηγεί. Η απαισία συνοδεία κατεβαίνει έξω από την πόλι. — Πήραν το δρόμο που είναι κρυμμένος ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης αφήνει κραυγή: — «Τι θα κάμης; Να η φίλη σου!» Ο Τριστάνος τραβάει τάλογό του όξω από το θάμνο. — Ύβαινε, αρκετά της κράτησες συντροφιά. Τώρα άφησέ τη, αν θέλης να ζήσης!» Ο Ύβαινος ξεκουμπώνει το μαντύα του.

Ο Γκορνεβάλης έρχεται αθόρυβα, με το κεφάλι του σκοτωμένου στο χέρι. Όταν οι κυνηγοί ηύραν κάτω από το δέντρο το ακέφαλο σώμα, αλληστρατισμένοι, σα να τους κυνηγούσε κι' όλα ο Τριστάνος, τούδωσαν στα τέσσερα, καταπράσινοι από το φόβο. Από τότε, κανείς πεια δεν ήρθε να κυνηγήση στο δάσος.

Ο Γκορνεβάλης ξεπετιέται από τον κρυψώνα του, πιάνει το χαλινό, και συλλογιζόμενος στη στιγμή όλο το κακό πούχε κάμει αυτός ο άνθρωπος, τόνε ρίχνει κάτω, τον κάνει κομμάτια, και φεύγει, πέρνοντας μαζύ του το κομμένο κεφάλι. Κει κάτω στη χορταρένια καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμούνται σφιχτά αγκαλιασμένοι, απάνω στην ανθισμένη χλόη.

Τον καιρό όπου περνούσε η Βασιλική πομπή, κει κάτω στον άλλο δρόμο που ο Γκορνεβάλης κι' ο ιπποκόμος του Καερδέν φύλαγαν τ' άλογα των κυρίων τους, παρουσιάστηκε ξαφνικά, ένας ιππότης αρματωμένος: Μπλεχερή τον έλεγαν. Αναγνώρισε από μακρυά τον Γκορνεβάλλη και το οικόσημο του Τριστάνου. «Τι είδα σκέφτηκε.

Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν, κι' όταν ήλθε ο καιρός να τον πάρη από της γυναίκες, ο Ρόχαλτ εμπιστεύτηκε τον Τριστάνο σ' ένα γνωστικό δάσκαλο, τον καλό ιπποκόμο Γκορνεβάλη. Ο Γκορνεβάλης σε λίγα χρόνια του έμαθε όλες της τέχνες, που πρέπουνε στους βαρώνους.

Φέρε δω, ωραίε δάσκαλε, Μα το Θεό στον οποίο πιστεύω, θα πάω τώρα να ελευτερώσω τη φίλη μου. — Όχι, μη βιάζεσαι έτσι, είπε ο Γκορνεβάλης. Ο Θεός βέβαια σου φυλάει πειο σίγουρη εκδίκησι. Σκέψου ότι δεν είναι στο χέρι σου να ζυγώσης στη φωτιά. Γύρω είναι οι αστοί, και φοβούνται το Βασιληά. Σ' αγαπούν και θέλουν την ελευτερία σου, κι' όμως όλοι θα σε χτυπήσουν.

Αλλά ο Τριστάνος είχε φύγει. Ηύρε τον ιπποκόμο του και μ' ένα ελαφρό πήδημα βρέθηκε στη σέλλα. «Τρελλέ, είπε ο Γκορνεβάλης. Γρήγορα ας φύγουμε απ' αυτόν το δρόμο». Έφθασε τέλος στο ερημητήριο όπου ηύραν να τους περιμένουν τον ερημίτη που παρακαλούσε και την Ιζόλδη που έκλαιγε. Ο Μάρκος ξύπνησε τον εφημέριο και γραμματέα του και τούδωσε το γράμμα.

Τι να τα κάνη τα πανιά που τα χέρια του δε θα μπορούσαν να τα σηκώσουν; Τι να τα κάνη τα κουπιά; Και τι το σπαθί; Όπως οι ναυτικοί, στα μεγάλα ταξίδια, ρίχνουν από το κατάστρωμα στη θάλασσα το πτώμα κάποιου παληού τους συντρόφου, έτσι και ο Γκορνεβάλης, με τρεμουλιαστά χέρια, έσπρωξε προς το πέλαγος τη βάρκα που ήτανε κατάκοιτος μέσα ο αγαπημένος του γυιός· και η θάλασσα τον επήρε και τον τράβηξε.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν