Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Γι’ αυτό είχε δουλέψει όλη τη μέρα και τώρα, περιμένοντας να πέσει η νύχτα και για να μη μένει αργός, έπλεκε μια ψάθα από βούρλα και παρακαλούσε το Θεό να πιάσει τόπο η δουλειά του. Τι αξία έχει ένα μικρό ανάχωμα εάν ο Θεός δεν το κάνει, με τη θέλησή του, δυνατό σαν βουνό;
Τη εβδομάδα που θα μας μπη, πάλι εδώ θα μ'έχετε. . . Αμέτενε γιατ' είναι μονάχη της η καψερή η Βεργινία!. . . Και πήρε τρεχάλα τον κατήφορο, φορτωμένη μιαν αγκαλιά λουλούδια, η θεια Ελέγκω, σα βαρέλι που κυλούσε απ’το βουνό και καθώς κατρακυλούσε, γύρισε και ξαναφώναξε : Λιόλια, όπως είπαμε, τη δουλειά σου και τη Βεργινία- τα μάτια σου τα δυό !. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Νίκος κ’ η Λιόλια με τανθισμένα τους κλαριά και με τα λουλούδια, που τους απόμεινεν ολάκερη αγκαλιά, μπήκανε στην κάμαρη τη σκοτεινιασμένη απ’ τη σταχτερή τη σούρπα-σα νάμπαινε η ολόφεγγη και μυρωμένη άνοιξη.
Από εκεί πάνω, ναι, ο Έφις έβλεπε το Βουνό του μακριά και πέρασε τη νύχτα με προσευχές, κάτω από το μαύρο σταυρό που έμοιαζε να ενώνει το γαλανό ουρανό με την γκρίζα γη. Την αυγή ακούστηκε μια μακρινή ψαλμωδία.
Η Φωτεινή αφ' εσπέρας είχε συνάξει από το βουνό κατακόκκινα κούμαρα και δροσερά ραδίκια· είχε και μίαν άλλην ιδέαν λαμπράν, το ωραιότερον από τα καλαθάκια της το εγέμισε με ώριμα βατόμουρα και το εστόλισε γύρω με κυκλαμιές· όλον μαζύ ομοίαζε σαν ωραία ανθοδέσμη.
Κένταγε το ψηλό βουνό, το κλεφταγαπημένο, Κι’ έβανε αντάρα στην κορφή και καταχνιά στη ρίζα, Στη μέση τους Αρματωλούς και στα ψηλά τους Κλέφτες, Στα πλάγια γιδοπρόβατα με κύπρους, με κουδούνια, Κι’ ανάμεσα στα πρόβατα, κι’ ανάμεσα στα γίδια Κένταγεν άξιους πιστικούς και σκύλους και κουτάβια, Κι’ έναν καθάριον πιστικό σ’ ένα ψηλό κοτρώνι Να κάθεται και να λαλή γλυκόφωνη φλογέρα.
Γιατί άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.
Ακουγόταν το ακορντεόν που έπαιζε ο Τσουαναντόνι προς τιμήν των νεόνυμφων κι εκείνος ξανάρχισε να θυμάται ένα σωρό πράγματα: το θόρυβο του Μύλου, επάνω στο Νούορο, τα σύννεφα επάνω από το Βουνό Γκονάρε, το θρόισμα των καλαμιών στο φρύδι του λόφου…. «Έφις, θυμάσαι; Έφις, θυμάσαι;» Τι μεγάλη που έγινε η κουζίνα!
Και είχε την τέχνη απάνω στην ξερή πραγματικότητα ν' απλώνη τη μεταξωτή σκέπη του ονείρου και κάτω από τ' όνειρο να θεμελιώνη ακλόνητα την ύλη της πραγματικότητος, τεχνίτης θαυμαστός όπως ο μέγας ήλιος που σύγκαιρα ιδανικεύει με τις αχτίνες του το πέτρινο βουνό και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο.
Τότες όλοι τον ήξεραν και τον θυμούνται ακόμα Τον Κωσταντή 'ς τα Γιάννινα, τον πρώτο κυνηγό τους, Οπού κανένα απάτητο δεν άφηκε βουνό τους. Κ' ήταν ένας ωμορφονιός, των κοπελλών η τρέλλα, Χρυσό καμάρι των γονηών, των Τούρκων πάντα φέλα. Τα πρώτα του τα γράμματα τάμαθε 'ς τον Ψαλλίδα. Τα λόγια του τούταν για την Πατρίδα.
Διότι διά ποίον λόγον άνθρωποι σοφοί θα εψεύδοντο; Λοιπόν ας ξεκουνήσωμεν την Όσσαν πρώτον, ακολουθούντες τας οδηγίας του ποιήματος και του αρχιτέκτονος, αυτάρ επ' Όσση, Πήλιον εινοσίφυλλον . Βλέπεις, πόσον εύκολα και πόσον ποιητικώς τα εκαταφέραμεν; Τώρα θ' ανέβω να ίδω αν είνε ανάγκη να βάλωμεν και άλλο βουνό απάνω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν