Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Μπορείς να το φορτώσεις με ένα βουνό και θα το κουβαλήσει. Το βλέπεις; Πηγαίνει σαν να μην ήταν σελωμένο. Για πες μου τώρα εσύ, τι ήρθε να σΚαλίσει εδώ πέρα ο αλήτης ο ανεψιός μου;» Ο Έφις του έκανε μια γκριμάτσα πίσω από την πλάτη. Α, να λοιπόν γιατί τον πήρε καβάλα στο άλογο! «Γιατί αλήτης; Υπάλληλος ήτανε.» «Τι έκανε; Έξυνε τα νύχια του;» «Και όμως, είχε μια πολύ καλή δουλειά! Στο Τελωνείο.
Γι αυτό και το χωριό αντίκρυ, βαφτίστηκε Προυσσός. Ακόμα φαίνεται από το δρόμο πούρθατε, μούλεγε, το Τ ύ π ω μ α, το βουνό, που έσκισε ψηλά η Χάρη της, όντας πέρασε για δω.
— Λένε πλεια πως ηύρες 'ς το βουνό. Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ανεπήδησε διαμαρτυρόμενος και σταυροκοπούμενος. — Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! να μη μ' εύρη ο χρόνος, αν εγώ ηύρα χρήματα! — Το λένε πλειο! απήντησε πάλιν η Θεια-Σταματίτσα. Γι' αυτό τ' άκουσε και ο Στεφανάκης κ' επιμέν'. Εκεί δα, λέει, που ξερρίζωνες μια κλάρα 'ς το Κοτρόνι, ηύρες ένα τενεκέ φλουριά. Σ' είδε, λέει, ένα τσοπανόπουλο.
— Παύλο, του είπε πάλι, μια νύκτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι απ' το βουνό, δώσε μου την καρδιά σου, όλη σου την καρδιά, να την έχω μοναχή μου και κανένας άλλος στον κόσμο. Ο Παύλος την κύτταξε γλυκά. — Η καρδιά μου, Παυλίνα, ήτανε το πρώτο χάρισμα που σούκανα. Και πάλι μου τη ζητάς; Η Παυλίνα τον κύτταξε στα μάτια και του είπε: — Ορκίσου μου πως είναι δική μου. Ο Παύλος της ωρκίστηκε.
Οι κότες έκαναν βόλτες μέσα εις το δωμάτιον με καμάρι· η μια είχε χάσει την ουρά της· κάποιος ταξειδιώτης, που θα ήτο κυνηγός φαίνεται, την είχε σκοπεύσει και της έκοψε την ουρά· την είχεν εκλάβει ο άνθρωπος για αρπακτικό πουλί. — Ο Ρούντυ θέλει να περιοδεύση επάνω εις το βουνό, είπε η μια κόττα.
Η λύπη η δική μου μοιάζει με τη λίμνη που κοιμάται μέσα στο βουνό, μακριά, στη μοναξιά, παραιτημένη, που άνεμοι κι ανεμοζάλες δεν την κοιλούνε. Μήτε χόρτο μήτε λουλούδι στην άκρη της δε φυτρώνει· γύρω γύρω, σα στεφάνι, ίσια με την κορφή του βουνού, βγήκαν τα κυπαρίσσια και σκεπάζουν τον ουρανό. Είναι η λίμνη ατάραχη και κρύα· είναι μάβρη η θωριά της.
Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού πρασίνιζε στο βάθος το βουνό.
Εκείνος κάθισε στον παλιό πάγκο, απέναντι από το Βουνό που έριχνε την βιολετί του σκιά μέσα στην κουζίνα, έβαλε τα μακριά του πόδια το ένα επάνω στο άλλο, σταύρωσε τα μακριά του μπράτσα στο στήθος ψαύοντάς τα με τα λευκά του χέρια.
Και βιαστικός τους έβγαλε τα τεχνικά άρματά τους 110 γνωρίζοντάς τους, τι και πριν μες στο καραβοστάσι τους είδε, τότε απ' το βουνό π' ο Αχιλιάς τους πήγε.
Ο Έφις διέσχισε τη μεγάλη τετράγωνη αυλή που ήταν λιθόστρωτη στο κέντρο, όπως οι δρόμοι, με ένα αυλάκι για τα νερά της βροχής και έβγαλε το δισάκι από τον ώμο κοιτάζοντας μήπως πρόβαλε καμία από τις κυράδες του. Το σπίτι, ισόγειο και ένας όροφος μόνο, βρισκόταν στο βάθος της αυλής, και αμέσως από πίσω υψωνόταν το Βουνό λες και κρεμόταν από πάνω του σαν τεράστιος λευκοπράσινος σκούφος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν