Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.
Είμαι το καμπαναρειό στο ναό του πόνου και για της ψυχές που έχουν σκοπό σημαίνει τους όρθρους και τους εσπερινούς η σιωπή μου. Σε κείνον που πόνεσε πρέπουν μακρυνές κορφές στο γέρμα του ηλιού. Σε 'κείνον που πόνεσε πρέπει το διαμάντι του αποσπερίτη κρεμάμενο το βράδυ απάνου από χιονισμένο βουνό. Σε κείνον που πόνεσε πρέπει το χρυσάφι των Αττικών βράχων πίσω από αυστηρό κυπαρίσσι.
Ή δε θυμάσαι όταν ψηλά σε κρέμασα κι' αμόνια διο σούδεσα στα πόδια σου και σούσφιξα τα χέρια μ' άσπαστη ολόχρυση τριχιά, κι' εσύ έτσι κρεμασμένη 20 έμενες μες στο λιόφωτο και στ' ουρανού τα γνέφια; Και στο τρανό βουνό οι θεοί βαρυγομούσαν όλοι, μα δεν τολμούσαν και κοντά να παν και να σε λύσουν, τι όπιον αρπούσα τίναζα οχ το κατώφλι κάτου, κι' εκείνος έφτανε στη γης με την ψυχή στο στόμα.
Ο Χάρος μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του.
Ο Ρούντυ κατέλιπε το Βεξ, και επήρε το δρόμο προς το σπίτι του· επήρε το βουνό προς τον καθαρόν δροσιστικόν αέρα, εκεί που εξετείνετο χάμω το χιόνι, όπου η Νεράιδα του Πάγου εκυριάρχει.
Ώρα είνε και θα περάση, μουρμούριζε ο δύστυχος κ' ησύχαζε. Μετά πολλά πέρασε η άχαρη αυτή ώρα. Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμιξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ' εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.
Και φθάνω οχ' την αγάπη σου Θερμός και ξαναμμένος, Και σου αγκαλιάζω του κορμιού Τα ασύγκριτα τα κάλλη Με τη θαμπή κι' αδύνατη Κι' ανέτολμη ματιά μου, Γιατί δεν φθάν' η αγκαλιά Δεν φθάνουν μου τα χέρια — Και βόσκω και κορφολογώ, Βουνό τες ωμορφιές σου, Τες ωμορφές σου πούν' θεϊκές Παραδεισοπλασμένες — Τα πολλά δάση, τες κορφές και τα δροσόνερά σου.
Μόλις ροδίση 'ς το βουνό, θα τον προστάξω 'ς το πλοίο ν' ανεβή, να φύγη ευθύς, και τούτο το κακούργημα πρέπει μ' όσην εξουσίαν και τέχνην έχω να ελαφρύνω, να σκεπάσω. Ε! Γυιλδενστέρνη! Εισέρχονται ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ Σεις, καλοί φίλοι και οι δύο, πηγαίνετε και πάρετ' άλλους βοηθούς σας.
Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνό 'ς άλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρη 'ς άκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνει 'ς την Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!
Αλλ' επειδή έχεις πάντοτε να κάμης με σκιάς και δεν σου επιτρέπεται να εισέλθης εις τα ανάκτορα του Διός, πρέπει να εύρωμεν κανένα υψηλό βουνό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν