Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


&Πώς μία γρηά φρόντισε για τον Αγαθούλη και πώς ξανάβρε κείνην, που αγαπούσε& Ο Αγαθούλης δεν πήρε καθόλου θάρρος, ακολούθησε όμως τη γρηά μέσα σ' ένα χαμόσπιτο. Τούδωσε ένα βάζο με αλοιφή να τριφτή, τον άφησε να φάγη και να πιή· τούδειξε ένα κρεββατάκι αρκετά καθαρό και κοντά στο κρεββάτι ένα κοστούμι ρούχα.

Οι Σκύθαι παρετήρησαν τούτο και έπραττον το αυτό· είς δ' εξ αυτών πλησιάσας μίαν των μονωθεισών εχαριεντίζετο πλησίον της· και η Αμαζών δεν τον απώθησεν αλλά τον άφησε να πράξη ό,τι ήθελε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Όταν εσύ μου υποσχεθής, πως θα με στείλης μακριά απ’ αυτόν τον τόπον. ΚΡΕΩΝ Ο θεός σου δίνει ό, τι ζητείς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Απ’ τους θεούς μισούμ’ εγώ. ΚΡΕΩΝ Λοιπόν θα το επιτύχης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Λες ότι πολύ γλίγωρα θα το επιτύχω; ΚΡΕΩΝ Δεν αγαπώ τα μάταια και κούφια λόγια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες να μ’ απομακρύνουνε. ΚΡΕΩΝ Προχώρει κι άφησε σ’ εμέ τις δυό σου κόρες. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αχ! Μη μου τις παίρνεις !........

Τάνοιγε, τάπλωνε, τάβλεπε, τα ξανάβλεπε, τα ξαναδίπλωνε, ταπόθετε πάλε σαν άγια λείψανα μέσ' στο σεντούκι, και φορεμένη καθώς είτανε σήμερα τασπροκάθαρα κεριακάτικά της, λουσμένη κι όσο γίνεται στολισμένη, άξιζε να την κοιτάζη άνθρωπος με τις ώρες, άφησε πια την περίλαμπρη ομορφιά της, μα για ταναγάλλιασμα εκείνο που αλαφροπέταγε απάνω στο περήφανο πρόσωπό της, που αλήθεψε το χαδεμένο της όνειρο.

Και του Ατρείδ' είπε η ψυχή· «Πόσο σε μακαρίζω, σε, του Λαέρτη γέννημα, πολύτεχνε Οδυσσέα, ότ' υψηλού φρονήματος απόκτησες συμβία· τι γνώμη αγνήτην φρόνιμην εφάνη Πηνελόπη! πόσο τον Οδυσσέα της κρατούσε εις την καρδία! 195 και του ηψηλού φρονήματος η δόξα της θα ζήση, και θέλει πλάσσουν οι θεοί τραγούδι αγαπημένο εις του θνητούς, την φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη. εκείνη δεν κακούργησεν ως του Τυνδάρου η κόρη, 'που φόνευσε τον άνδρα της, και απάνθρωπο τραγούδι 200 θα 'ναιτον κόσμο, και άφησετων θηλυκών το γένος φήμην κακήν, ώστε η καλαίς και κείναις να μισούνται».

Η Παυλίνα τράβηξε μια χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της και τρύπησε άπονα το στήθος της κούκλας, για να ιδή αν είχε καρδιά μέσα της. Δεν βγήκε σταλαγματιά αίμα. Η καημένη η κούκλα δεν είχε καρδιά. Την άφησε τότε στη γωνιά της και την ξαναξέχασε.

Πώς εσύ μπορείς να κοιμηθής ήσυχος; Η κραυγή των απεράντων αγωνιών με εμποδίζει ν' αναπαυθώ. Είναι πολύ, δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την θέαν. Σήκω! Έλα μαζί μου εις την νύκτα έξω και άφησέ με να σου αποκαλύψω τους τάφους. Δεν είναι αυτό ένα δυσάρεστον θέαμα; Ιδέ! Παρετήρησα.

Και ο Δάτις τους μεν Ερετριείς εις ολίγον διάστημα τους ενίκησε κατά κράτος με πολλάς χιλιάδας στρατού και άφησε εις την πόλιν μας κάποιαν φοβεράν διάδοσιν, ότι κανείς Ερετριεύς δε του εξέφυγε. Δηλαδή συνέδεσαν τάχα μεταξύ των τας χείρας των οι στρατιώται του Δάτιδος και εψάρευσαν όλην την Ερέτριαν.

Σαν έπεσε η νύχτα, άφησε τους κυνηγούς του στο δάσος, πήρε το νάνο πισοκάπουλα, και γύρισε στο Τινταγκέλ. Από μια είσοδο που ήξερε, μπήκε στον κήπο κι' ο νάνος τον ωδήγησε κάτω από το μεγάλο πεύκο. «Ωραίε Βασιληά, πρέπει ν' ανεβήτε στα κλαδιά αυτού του δένδρου. Πάρ'τε κει πάνω το τόξο και τα βέλη σας: ίσως σας χρειασθούν. Και ησυχάστε, δε θα περιμένετε πολύ.

Καθώς κατέβαινε, λέει, στο γιαλό, ασπροντυμένη, την πήρε για νεράιδα και σκιάχτηκε. Δεν περπατούσε, λέει. Του φάνηκε πως περνούσε σιγαλά απάνω στον αέρα, σα φάντασμα. Και την άφησε και πνίγηκε για το σπολλάτη, για τα καλά που είδε. Να όψεται. Είχαν όλοι κατεβασμένα τα μούτρα. Τέτοια συφορά είχε καιρό νακουστή στο νησί. — Η δουλειά σου σένα δεν ήτανε να φέρης τα μαντάτα, είπε ο παπάς.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν