Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Κρατούσε ένα σκοινί στα χέρι και στο σκοινί είτανε δεμένο ένα ξύλο, που έμοιαζε με βάρκα. Ο Σβεν την έσερνε στο ακρογιάλι, τη φόρτωνε πετραδάκια και την τραβούσε πάλι. — Ακούς; είπε η Έλσα. Και για νακούσουμε καλήτερα, πλησιάσαμε σιγά σιγά χωρίς να μας δη ο μικρός. Είτανε καθισμένος ακούνητος, άφησε τη βαρκούλα να σέρνεται απάνω κάτω στα κύματα και με σιγανή φωνή τραγουδούσε μόνος του.
Ο θείος Πιέτρο; Τι είναι ο θείος Πιέτρο; Άφησε τις θείες να υποφέρουν τόσα χρόνια μόνες, μέσα στη φτώχεια και στην καταφρόνια όλου του χωριού, και τώρα κι αυτός πιστεύει πως κάνει καλό επειδή θέλει να παντρευτεί τη Νοέμι! Το κάνει επειδή η γυναίκα τού αρέσει σαν γυναίκα, όπως σ΄ εμένα αρέσει η Γκριζέντα, και τίποτε περισσότερο. Αγάπη είναι αυτή, συμπόνια; Κι εκείνη καλά κάνει που δεν τον θέλει.
— Μακάρι, μα το ναι, να τα είχαμε κ' εμείς οι άλλοι νησιώτες τέτοια σπίτια, και κανένα παλιοτούφεκο κρεμασμένο στον τοίχο. Εμείς όχι τουφέκι, μα μήτε Κολοκοτρώνικη σουγιά δεν κρατούμε απάνω μας. Άφησέ μας εμάς, και λέγε μου για τους Κρητικούς. — Σα να τόξερες πως για δαύτους ήθελα τώρα να πω δυο λόγια. Είνε λοιπόν, που λες, αγγελοκάμωτοι σταλήθεια οι Κρητικοί.
Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το μυστήριόν της.
Πώς τα επιθυμείς τα λίγα μας λόγια; Ως είδος ομιλίες, ή ως είδος παραμύθια; Σα να μου λέη η Μεγαλειότη σου, καλλίτερα παραμύθια. Καλοκάθισε το λοιπό στο Βασιλικό Σου το Θρόνο, κι άφησε έναν ταπεινότατο δούλο Σου να Σου δηγηθή δυο ρωμαίικα παραμύθια στη ρωμαίικη τη γλώσσα, που ακούγω πως την αγαπάς, τη μιλάς, και τη διαφεντεύεις. Μεγαλειότατε, μια φορά είταν ένας Βασιλιάς εδώ πέρα.
Μη με παίρνεις διά μίαν αστόχαστην, σε παρακαλώ, απεκρίθη εκείνη, και θέλεις να με περιπαίξης, δίδοντάς μου να καταλάβω να μου το αναστήσης. Εγώ τα λόγια σου δεν τα πιστεύω, και άφησε παρακαλώ διά να ξεθυμάνω κλαίοντάς το. Μη γένοιτο, μη γένοιτο, Βασίλισσά μου, της απεκρίθη αυτός, πως σου το λέγω διά κανένα τέλος και διά να πιστεύσης, ιδού που θέλω σε κάμει να ιδής την δοκιμήν.
Αφού ζύγωνε λοιπόν ο πόλεμος, η Κλανομάρω άφησε τα συνειθισμένα της και φόρεσε σελιάχι και κρέμασε μπαλάσκες κ' έβαλε και μια μακρυά κουμπούρα 'σ το σελιάχι· κι' αφού 'τοιμάστηκε για πόλεμο, παρουσιάζεται άξαφνα ανάμεσα 'σ τα παληκάρια, 'σ το φοβερό εκείνο στρατόπεδο. Δε λέγεται η ταραχή και τα γέλοια και τα πειράγματα και τα χωρατά, όταν είδαν την Κλανομάρω τα παληκάρια.
Αιφνιδίως και ησύχως κατετρόμαξε τους διώκτας με το βλέμμα του και απήλθεν αβλαβής. Υπάρχουσι παραδείγματα τοιαύτα εν τη ιστορία. Και ούτω τους άφησε διά να μην επανέλθη, ως φαίνεται, ποτέ.
Ο Σκούντας εζήτει ματαίως επί του εδάφους λίθον ή ξύλον τι, όπως μεταχειρισθή αυτό ως αλεξιτήριον κατά του επιδρομέως. Τέλος εύρεν ένα λίθον και ρίψας αυτόν κατά του κυνός τον εκτύπησεν εις την κεφαλήν. Ο Χόμο ωλόλυξε και άφησε το φόρεμα της Αϊμάς, όπερ εκράτει με τους οδόντας. — Η Αϊμά ησθάνθη αίφνης άλγος εις την κνήμην. Ο κύων την είχε δαγκάσει. — Ω, πονώ, πονώ! έκραξεν. Ω Μάχτο, Μάχτο!
ΛΗΡ Ο βασιλέας θέλει της Κορνουάλλης να ιδή τον δούκα! Ο πατέρας ο ακριβός, την κόρην του να ομιλήση θέλει! Τους το επληροφόρησες αυτό; — Μα την ζωήν μου! Ανάπτει , λέγει! Να ειπής τον δούκα, που ανάπτει ... Αλλ ’ όχι. Όχι· άφησε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν