Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Τα φερσίματά τους δεν ήταν σύμφωνα με τη θέση και την επιστήμη τους. Εκείνοι όμως αδιαφορούσαν. Καθένας έλεγε τη γνώμη του θεμελιωμένη στης αλήθειας τ’ ασάλευτα θεμέλια· και πάσχιζε να τη φορτώση στον άλλον με όλα τα μέσα του λόγου. Τ' αδύνατα κορμιά τους μέστωναν και ψήλωναν, λες και νέο αίμα επότιζε τις φλέβες τους.

Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου!

Ο Ρούντυ ποτέ προτήτερα δεν είχε πάει τόσον υψηλά, ποτέ ακόμη δεν είχε πατήσει το πόδι του το εκτεταμένον της χιόνος πέλαγος. Εδώ εμπρός του έκειτο τώρα, με τα ασάλευτα χιονώδη κύματά του, από τα οποία ο άνεμος πότε-πότε παρέσυρε μακράν με το φύσημά του μίαν τουλούπα, όπως παίρνει με το φύσημά του τον αφρόν από τα κύματα της θαλάσσης. Οι Παγώνες ίσταντο εδώ χέρι με χέρι, ημπορεί να πη κανείς.

Τα ψηλά δένδρα, ανάρηαανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε. — Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή. Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά.... Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ και ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Μάλιστα, Κύριε, ολόβολος. ΑΜΛΕΤΟΣ Λοιπόν εσείς το πρόσωπό του δεν είδετε; ΟΡΑΤΙΟΣ Ναι, Κύριε, το είδαμε βεβαίως, την προσωπίδα ως είχεν ανασηκωμένην. ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς ήταν; άγριο το ανάβλεμμά του; ΟΡΑΤΙΟΣ Πλέον λύπην παρά θυμόν φανέρονετην όψιν. ΑΜΛΕΤΟΣ Χλωμός ή κόκκινος; ΟΡΑΤΙΟΣ Χλωμός πολύ. ΑΜΛΕΤΟΣ Και είχε επάνω σας τα μάτια στυλωμένα; ΟΡΑΤΙΟΣ Όλην ασάλευτα την ώραν.

Έπειτα όταν ξαναπλέαμε όξω με το νυχτερινό αεράκι, μου πλημμύρισε την ψυχή με άρρωστη θλίψη μια προαίστηση, μια προαίστηση εκείνου, που δεν πίστευα πως θα γίνη ποτέ. Κοίταζα προς το μέρος της βάρκας εκεί που είτανε καθισμένη η Έλσα. Μου φάνηκε πως το μέρος είταν άδειο και πως έπλεα μόνος σε ασάλευτα νερά, που είχαν όψη αλλιώτικη από κείνη που τους δίνει το ημερινό φως.

Είπε, και αυτή πλειότερον πόθον του θρήνου αισθάνθη, άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας. 250 και, αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του και είπε· «Ω ξέν', είχες την λύπη μου και πριν, αλλ' από τώρα αγαπητός και σεβαστόςτο σπίτι μου συ θα 'σαι· τα ενδύματ', ως τ' ανάφερες, μ' αυτά τα χέρια πήρα 255 κ' εδίπλωσ' απ' τον θάλαμο, και την λαμπρήν περόνην εκάρφωσα, καλλώπισμα να έχη αυτός, 'που οπίσω δεν θα 'λθη, αχ! να τον δεχθώ, 'ς την ποθητήν πατρίδα· μοίρατο πλοίον έφερε κακή τον Οδυσσέα, την Κακοΐλιον να ιδή την τρισκαταραμένην». 260

Είπε, και κείν' υπάκουσαν και, αφού λουσθήκαν πρώτα, χιτώναις φόρεσαν αυτοί κ' ενδύθηκαν και η κόραις. επήρ' ο θείος αοιδός την βαθουλήν κιθάρα καιτην καρδιά τους γέννησε γλυκειάν επιθυμία προς τον εξαίσιον χορόν και το τερπνό τραγούδι. 145 και από το κρούσμα των ποδιών το μέγα δώμα εβρόντα, οι νέοι και η καλόζωναις γυναίκες ως χορεύαν, και κάποιος είπ', ως άκουσεν απ' έξω από το δώμα· «Κάποιος την πολυμνήστευτη βασίλισσα νυμφεύθη· αχ! δεν εβάσταξε η κακήτου πρώτου ανδρός να μείνη 150 το μέγα δώμ', ασάλευτα και όσο να φθάση εκείνος». αυτά' λεγαν, και ως έγειναν τα πράγματ', αγνοούσαν.

Είπε· κείνου τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 345 άμα του είπε ασάλευτα γνωρίσματ’ ο Οδυσσέας, και το παιδί του αγκάλιασε· και, ως ολιγοψυχούσε, 'ς την αγκαλιά τον έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. και, ως πήρε ανάσα και η ψυχήτα στήθη του εσυνάχθη, το στόμα πάλιν άνοιξε και προς εκείνον είπε· 350 «Δία πατέρ', είσθε θεοίτον Όλυμπον ακόμη, αν ήδη την ασέβεια πλέρωσαν οι μνηστήρες, αλλά φοβούμαι τρομερά μη των Ιθακησίων το πλήθος όλ' ορμήση εδώ, και στείλουν εις ταις χώραις των Κεφαλλήνων είδησι, 'ς αυτούς βοηθοί να δράμουν». 355

κι έδειχνε ανάερο φάντασμα στο φάρο εκεί πλευρά του μύλου τα λευκά πανιά ασάλευτα απλωμένα. Όλα λευκά κι ασάλευτα· και μόνο τα φτερά των γλάρων στο νερό κοντά σάλευαν ξυπνημένα. Και μόνο δυο ναυτόπουλα στην αμμουδιά είχαν βγει απ τα καΐκια που άραζαν ριγμένα στο ακρογιάλι, και τα γυμνά τους τα κορμιά ξάπλωσαν στην αυγή και το καράβι κοίταζαν που είχε μακριά προβάλει

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν