Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθεια συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κ' εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό αποκάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Είταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάνης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς.

Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον.

Αποκάτω από το καμίνι... τρεις πιθαμαίς να μετρήσης... δεξιά κοντά εις την αγκωνή... εκεί τα έχω. Πάρε τα κ' έλα να μ' εύρης. Ο Βούγκος εις μάτην έτεινε το ους όπως αντιληφθή την στιγμήν εκείνην, και εις μάτην εβίαζε την μνήμην του τη επαύριον.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τονε βρης αποκάτω, που έπραξε κ' έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλλίτερ' από μας το Μυλόρδο. Τον άφινε και γύριζε, σκάλιζε, κ' έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν τούμνησκε πια όταν μπαίνανε στ' Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κ' οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.

Το Πραιτώριο του είτανε γεμάτο θεοσκότεινες φυλακές αποκάτω, πούρριχτε τα θύματα του και τα βασάνιζε εκεί μέσα. Δεν τάκουγε άραγες αυτά ο Ιουστινιανός; Λέγουν πως όχι. Α δεν τάκουγε, τότες τι φρόντιζε να μαθαίνη; Αν τάξερε πάλι, με τι λογής συνείδηση καταπιάνουνταν τα μεγαλουργήματά του; Είναι ως τόσο πάντα η εποχή της βασιλείας του πολύ σημαντική για μας, και δραματική όσο γίνεται.

Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια. — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;

Πώς μπορείς να κάμης κακό στον αδερφό σου, στον σύντροφό σου, στον φίλο σου; Ήγουν, διά να καταλάβετε καλά, πατέρες, τι λέγω, θέλεις εσύ νάρχωνται να κάνουν πατινάδες αποκάτω στα παράθυρά σου την νύκτα; — Δεν τα λες και τόσο βαθειά ελληνικά, καταλάβαμε, είπεν ο πρώτος λαλήσας, ο Αλέξανδρος ο Κονόμος.

Κοιμητήριον· εν αυτώ το οικογενειακόν των Καπουλέτων μνημείον. ΠΑΡΗΣ Δος τον δαυλόν και πήγαινε. Παράμερα τραβήξου. Ή σβύσε τον καλλίτερα. Να με ιδούν δεν θέλω. Εσύ 'ξαπλώσου καταγής ‘ς τα έλατα αποκάτω, κ' έχε τ’ αυτί σου κολλητόν κάτω ‘ς την γην την κούφιαν απ' το συχνόν το σκάψιμον είν' άστρωτον το χώμα, και αν ‘ς το κοιμητήριον κανείς περιπατήση, θα τον ακούσης. Σφύριξε αμέσως που ακούσης.

Και ο λοχίας και οι άντρες μπήκαν μέσα στη σκηνή, στη σκηνή που άρχισε να την παραδέρνη ολοένα περισσότερο ο αέρας της ράχης και να την σκεπάζη της νύχτας η πάχνη κι η δροσιά. Γευματίζαμε με σιταρένιο, Καστριώτικο ψωμί, με χιονάτο τυρί του Παρνασσού, και με δροσερούς Σαλωνίτικους ροδίτες, μπροστά στο σανιδένιο μαγαζάκι, αποκάτω απόνα φρετζάτο με μαραμένες φτέρες. Απάνω στο μεσημέρι.

Πέτρες που στρωθήκανε μια φορά στα σοκάκια του, και πια δεν ξεστρωθήκανε! Μόνο τις στρογγύληνε ο καιρός από πάνω, τις ρίζωσε βαθιά αποκάτω, και τώρα χριστιανός κι αν θέλη να περπατήξη δίχως &να σκύβη&, είναι αδύνατο! Μήτε γω δεν πηγαίνω πια στο χωριό. Σαν ήρθα γέρος από τα ξένα, έμεινα στην πατρίδα της νιότης μου μερικούς μήνες.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν