United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, 'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. και αγνάντια κείνη εκάθισετον θείον Οδυσσέα, και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 και άμ' ευφρανθήκαντο φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•

Έφθασ' η ημέρα τέταρτη κ' είχε όλ' αυτός τελειώσει•την πέμπτην επροβόδα τον η αθάνατη απ' την νήσο, αφού έλουσέ τον κ' ένδυσε μ' ευωδισμένο ενδύμα, κ' η θεά μέσα του 'βαλεν ασκί με κρασί μαύρο, 265 και άλλο μεγάλο με νερό, και τρόφιμα εις δισάκκι, και του το εγέμισε πολύ και νόστιμο προσφάγι• και πρύμον του 'στειλ' άβλαβον, χλιόν•αυτόν εχάρη και τα πανιά του όλ' άπλωσεν ο θείος Οδυσσέας. με το πηδάλι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος• 270 ουδ' έκλινε τα βλέφαρατον ύπνο, ενώ την Πούλια και τον Βοώτη εκύτταζε, 'π' αργεί να βασιλεύση, και την Αρκούδα, 'π' άμαξα καλούν, και αυτού γυρίζει πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας, η μόνη, 'που τ' Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει. 275 ότ' είχε τον η Καλυψώ διδάξει τότε η θεία, εκείνην έχοντας ζερβιάτα πέλαγα να πλέη.

Φίλε μου, πολύ απλό πράμα· Η Πόλη, καθώς και πολλές άλλες χώρες, έχει μια μάννα που την αγαπάει και τη νοιάζεται· και τη στολίζει μέρα και νύχτα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ· τέτοιες αχάριστες κόρες έχει πολλές εδώ στην Ανατολή αυτή η μεγαλόκαρδη η μάννα — η αθάνατη η &Φύση&. Πού να την αγγίξη αυτή Τούρκος!

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.

Γιατί είναι η αθάνατη αγκάλη, που η Ελλάδα μας, η μητέρα του παληού καλού καιρού εφύλαξεν εις τα κατάβαθα της γης, για ν' αγκαλιάση σήμερα τα νέα παιδιά της, δυναμωμένα και γερά και να τα στεφανώση ήρωας.... Δ η μ ο σ ι ο γ ρ ά φ ο ς θαυμάσια ιδέα!

Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θάρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρη το Βασιλόπουλό μας; κανένας άλλος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ' αυτά. Θα τα φέρη η &Αρετή&, η παλικαριά, η αθάνατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη. Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ' από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλόπουλο.

Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155 «Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.

Κι' αφού τους έκραξε, έστησε βαθιά βουλή μαζί τους 55 «Ακούστε, αδρέφια. Ο Όνειρος μου φάνηκε ήρθε τάχα μες στην αθάνατη νυχτιά, στον ύπνο που κοιμόμουν, κι' απ' όλους πιο του Νέστορα, του βασιλιά απ' την Πύλο, λες θάμιαζε στο πρόσωπο, στ' ανάστημα, στα χρόνια.

Αγάπα με σα μια μικρή σου κόρη, σα μια φίλη σου, που δεν απαιτεί άλλο τίποτε παρά να είναι στο πλευρό σου, όσο της έχει ο θεός να ζήση, κ' έπειτα να πεθάνη και να κοιμηθή με γαλήνη, λησμονημένη απ' όλους τους άλλους, όξω από σε. Γιατί εσύ δεν πρέπει να με λησμονήσης κι αυτή είναι η μόνη «αθάνατη ζωή» που λαχταρώ. «Ένα όμως πιθυμώ κάποτε.

Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. «Άθλιε, καιμικρότερον φίλον καθείς θαρρεύει 45 θνητόν και οπού βουλεύματα τόσο πολλά δεν ξεύρει· αλλ' εγώ είμαι αθάνατη θεά, 'που σε φυλάσσω πάντοτε εις κάθε αγώνα σου· κ' ιδού τι σου κηρύττω· κ' εάν τους δυο μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι πεντήκοντα, με ορμή πολλήτον φονικόν αγώνα, 50 και αυτών ακόμη θα 'παιρνες τα βώδια και τ' αρνία. κοιμήσου τώρα· είναι βαρύ πολύ να ολονυκτήσης άγρυπνος· και από τα δεινά να βγης δεν θέλει αργήσης».