United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν ταποφάσισε και πήγε στης ταλαίπωρης μάννας του, γύριζε πίσω με τους παραγυιούς του ο γέρος που ολονυχτίς έτρεχε ζητώντας τον. Βρήκε ο Ηλίας μια πρόφαση, μισή αλήθεια μισή ψέμα, και πέρασε. Μα η μάννα δε σύχαζε. Ρωτούσε και πάλι ρωτούσε, πού είταν όλη τη νύχτα. — Πήγα ν' ανταμώσω την ομορφώτερη του χωριού, και την πλουσιώτερη. Περίμενα, περίμενα, και δεν ήρθε.

Και πάλι πετούσε η Λιόλια πιο πέρα και μάζευε γαλανά ματάκια άνθινα, που την κυττάζανε λυπητερά και σα δακρυσμένα, και γέμιζε την ποδιά της όλο μαργαρίτες, χωρίς νάχη καιρό να τις ξεφυλλίση, κ' έτρεχε κ’ έκοβε κάτι ασπρολούλουδα σ' αψηλά κλωνιά που ανθίζανε δέσμες-δέσμες κ' ήτανε γεμάτα μέλισσες. . . Δεν τα χωρούσε πια η αγκαλιά της κ' η ποδιά της τα λουλούδια κι ανασήκωνε και τη φουστίτσα της και φάνηκε το μισοφοράκι τάσπρο χιόνι κ' η παχουλή γαμπίτσα της.

Οι γονείς μου δεν θα μπορούν να με σκεπάσουν, αν το κάμω, ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα μ' εσκέπαζε, και πολύ. Οξεία μάχαιρα έσχισε την καρδίαν του νέου. Εφαντάσθη ότι η νεαρά γυνή θα είχε χωρίς άλλο εραστήν εις την πατρίδα της. Δι' εκείνον λοιπόν έτρεχε, δι' εκείνον επεχείρει τον αλλόκοτον τούτον πλουν!

Και μέσα στην υγρή άχνη που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά ως ψηλά στον πυκνόν ουρανό, το Τόξο με τ' αρμονικά χρώματά του έλαμπε ζωνάρι ανεχτίμητο, υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο διασίδι. Μα τι κατάρα που την επήραμε κ' εμείς! Το θεόσταλτο σημάδι που προλέγει πάντα την ησυχία των στοιχείων, στους ναυτικούς εγράφηκε να προλέγη θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια.

Έτρεχε η βάρκα μας αργή· εδιάνοιγε η καρίνα μας ταφροστεφανωμένα αβλάκια πίσωθε· να παίζη, να κυλιέται, να χορέβη το φεγγάρι μέσα τους. Βουβός ο γέρος ο ψαράς έλαμνε τα κουπιά μας.

Την εβδόμην ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα.

Αυτός όμως δεν απελπίσθη διά να μην ακολουθήση τον δρόμον που επήρε, και να τρέχη μετά μεγάλης ορμής διά να την φθάση· και εκεί που έτρεχε, την βλέπει από μακρόθεν, που ήτον σιμά εις μίαν πηγήν, και του εφαίνονταν πως ήτον αποσταμένη από το τρέξιμον. Ευθύς κτυπά με μεγάλην βίαν το άλογόν του και τρέχει, μα εστάθηκεν άκαιρη η βία του, διά να την πιάση.

Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα. — Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου.

Όταν κανείς μεγάλος τονέ ρωτούσε, αν είναι αλήθεια πως έχει αρρεβωνιαστικιά, ο Σβεν απαντούσε «ναι» απερίφραστα κ' έτρεχε αμέσως κ' έπαιζε μαζί της, σα να ήθελε να ρωτήση μ' αυτό τον κόσμο, αν δεν είναι αλήθεια ωραία και χαριτωμένη, σα μια πραγματική αρρεβωνιαστικιά. Ναι, γενικά ο τρόπος του Σβεν είτανε τέτοιος, ώστε πάψανε ναστειεύουνται μαζί του· κι αυτά ταδέρφια ακόμα τον αφήσανε πια ήσυχο.