United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της πρωίας ο πραγματευτής έτρεχε να εύρη πορθμέα, όστις να είνε και ολίγον βουτηχτής, διά να τον συμφωνήσει ν' αναλάβη την προς ανεύρεσιν των δερματοτυρίων έρευναν.

Κι ο Ίππασος ξεκινήσαντας δε διαγούμιζε τις εξοχές των Μεθυμνιωτώνε, μήτε τα κοπάδια και τα χτήματα των ζευγολάτωνε και των βοσκών επείραζε, επειδή αυτά τα θαρρούσε περισσότερο καμώματα κουρσάρου παρά στρατηγού· μόνο έτρεχε κατά την πολιτεία την ίδια για να πιάση άξαφνα τις απροφύλαχτες θύρες. Κ' ενώ ήτανε μακριά ίσαμ' εκατό στάδια, τόνε συναπαντάει μαντάτορας φέρνοντας συνθήκη.

Ούτω και εκ της γλώσσης του Νέστορος σας έτρεχε μέλι και των αγορητών της Τρωάδος η φωνή εξήρχετο λειριόεσσα, δηλαδή ευανθής, διότι λείρια, αν καλώς ενθυμούμαι, ονομάζονται τα άνθη. Ώστε μη απορής εάν ο γέρων ούτος, ο οποίος προσωποποιεί τον λόγον, έλκει διά της γλώσσης τους ανθρώπους τους όποιους έχει δέσει εκ των ώτων, αφού γνωρίζεις την μεταξύ των ώτων και της γλώσσης σχέσιν.

Δεν έτρεχε στις φλέβες του Κωσταντίνου μήτε Ρωμαϊκό αίμα μήτ' Ελληνικό, κι ως τόσο φεγγοβολούσαν απάνω του και Ρωμαϊκές κ' Ελληνικές χάρες, κι όχι κορμί μονάχα, μα και ψυχή.

Ο λεβαντίνος πλοίαρχος με την πρώτη προσφορά του Αγαθούλη είχε γυρίσει την πλώρη προς την Πόλη και το καΐκι έτρεχε με τα κουπιά γρηγορώτερα απ' όσο ένα πουλί σκίζει τους αέρες. Ο Αγαθούλης φίλησε εκατό φορές τον Παγγλώσση και το βαρώνο. Και πώς συνέβη να μη σας έχω σκοτώσει, κύριε βαρώνε; και σεις, αγαπητέ μου Παγγλώσση, πώς βρίσκεστε στη ζωή, αφού σας κρεμάσανε;

Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα.

Έτσι είπε, και τ' αγρίκησε το λόγο ο Αγαμέμνος, και τους διαλαλητάδες του προστάζει εφτύς να κράξουν στον πόλεμο τους Αχαιούς με τις θρεμένες χήτες· κι' αφτοί λαλούσαν, κι' έτρεχε το πλήθος χέρι χέρι.

Έτρεχε δι' όλης της ημέρας από γιαλόν εις γιαλόν, έβγαζε γρινιάτσαις, πορφύραις και πεταλίδες διά δυο, καβούρια διά τρεις, οκταπόδια διά τέσσαρες. Και μέρος μεν αυτών έκαμνε δολώματα, διά να ψαρεύη με την καλαμιάν από τον δειλινόν έως το βράδυ, μέρος δε εμοιράζετο φιλαδέλφως με σε.

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά.

Είπε ο λεβέντης Έχτορας, κι' όξω απ' το τειχοπόρτι ορμάει, κι' ο Πάρης έτρεχε μαζί του· και των διο τους μέσα τους γύρεβε η καρδιά να σφάξουν και να θύσουν.