United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις μέρες μετά ο Έφις γύρισε και για να μην πληρώσει το ναύλο για το άλογο φορτώθηκε στην πλάτη το δισάκι και ξεκίνησε με τα πόδια. Ο καιρός είχε δροσίσει: από τα βουνά του Νούορο κατέβαινε το αεράκι των δασών και έτρεχε έτρεχε πάνω στη χλόη κατά μήκος του ποταμού και έμοιαζε να θέλει να κατέβει μαζί του στη θάλασσα.

Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί της.

Μα εκείνη περιγελούσε τον έρωτά του κ' έλεγε πως δε θέλει αγαπητικό, που δεν είναι μήτε τράγος, μήτε άνθρωπος ολάκαιρος. Την κυνηγάει να την πιάση ο Πάνας με τη βία· η Σήριγγα όμως έφευγε και τον Πάνα και τη βία· κ' ενώ έτρεχε κι απόσταινε, σε νεροκάλαμα κρύβεται, σε βάλτο χάνεται. Κ' η όμορφη τότε κόρη είναι σήμερα σουραύλι γλυκόλαλο.

Ο σκύλος δεν έδειχνε μεγάλη στενοχώρια για όλα αυτά, μόνο κάποτε φαινότανε σαν ξαφνισμένος για όσα τραβούσε κ' ήσυχος κ' ήμερος πήγαινε και ξαπλωνότανε σ' άλλη μεριά με τη μάταια ελπίδα πως ο καλόβουλος τύραννός του θα κουραζότανε και θα τον άφινε σε ησυχία. Μα όταν ο Σβεν έβγαινε στην αυλή, ο σκύλος έτρεχε κοντά του, όπου κι αν πήγαινε.

Ο καλός Φρουμέντιος ειθισμένος να υπακούη εις πάσας της φίλης του τας προσταγάς, έτρεχε να εκτελέση την παραγγελίαν αλλ' ότε επέστρεφε να ζητήση την αμοιβήν της προθύμου υπακοής, ύβρεις αντί ευχαριστιών και όνυχας αντί χειλέων εύρισκε παρ' αυτή ο δυστυχής νεανίας. Περιγράψας τα συμπτώματα περιττόν νομίζω να ονομάσω την νόσον.

Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, 340 γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.

Την επιούσαν αναβάς έν εκ των παρά την Παλαιάν Γέφυραν μισθουμένων δημοσίων ιππαρίων, και μη φεισθείς του ηλιοκαούς και γυμνού τας κνήμας ιππηλάτου, όστις, ιδρώτι περιρρεόμενος, έτρεχε καθ’ όλην την οδόν παρά την ουράν του γοργού και πειθηνίου αλόγου, έφθασα προ της οικίας πολύ ενωρίτερον ή ότι υπεσχέθην.

Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.

Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρασουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...

Πρέπει να παραπάτησε πηδώντας από μεγάλο βράχο. Λίγο παρακείθε βλέπω κι άλλον Τούρκο που έτρεχε καταπάνω μου με στα μάτια του άγρια χαρά. Τρομερός στοχασμός με περνάει σαν αστραπή. Βρέθηκ' αμέσως ολόρθιος, πηδηχτός, πεταχτός, ζαρκάδι μοναχό. Κατέβαινα, το βουνό κατρακυλιστά. Μια φορά δεν κοίταζα πίσωθέ μου. Είμουνα σε λίγες στιγμές στο χωριό. Άλλη μια στιγμή, και χώθηκα στην αυλή μας.