Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Εγώ λοιπόν εχύμισα καταπάνω του για να το πιάσω, επειδή φοβήθηκα μήπως με τα πηδήματά του σπάση τις σμερτιές και τις ροϊδιές. Μα εκείνο γλήγορα κ' εύκολα ξέφευγε και πότε έτρεχε κάτω από τις ροϊδιές και πότε κρυβότανε κάτω από τις παπαρούνες σαν περδικόπουλο.

Κι' άψε σβύσε πέρασε ο Αίας, κι' έτρεχε αποκοντά ο Δυσσέας, λες κόλναε, όπως γυναικός κοντά 'ναι το καλάμι 760 στα στήθια της, σαν το τραβάει με προκομένα χέρια και διάμεσα του στημονιού τινάζει το μασούρι· έτσι έτρεχε κι' αφτός κοντά, και πίσω με τα πόδια πάταε τα χνάρια πρίν χυθεί ο κουρνιαχτός τριγύρω, και στο κεφάλι ανασασμό τού φύσαε, πιλαλώντας 765 πάντα βαρβάτα, ενώ ο στρατός του ζητωκράβγαζ' όλος θαρρύνοντάς τον πούκανε τα πάντα να κερδίσει.

Ένας Προφήτης είχε φανή στην ξένη πολιτεία. Ο κόσμος έτρεχε από πίσω του. Όπου περνούσε ο προφήτης έσερνε πίσω του χιλιάδες. Ο λαός έτρεχε σαν τα μυρμήγκια.

Αλλά το δαιμόνιον όπου είχε μέσα του του προανήγγειλε τον κίνδυνον όπου έτρεχε, και σηκωθείς διά νυκτός έφυγεν από την χώραν, τρέχοντας εις τα βουνά, και φέροντας μαζή και την δαιμονόπλαστον κόρην, όπου ήτον έως έξ χρόνων τότε.

Η Φραγκογιαννού με ελαφρόν άσθμα, έτρεχεν, έτρεχε, μαστιζομένη το πρόσωπον από το απόγειον το πρωινόν, το αντίπνοον, του Βορρά το χαϊδεμένον εωθινόν τέκνον. Έσπευδε να φθάση το ταχύτερον, πριν ανατείλη η ημέρα, εις τα μέρη τα οποία αυτή εγνώριζε.

Τι κάθε π' όρμαε στο πορτί αγνάντια να ξεκόψει κι' ως κάτου απ' τους ορθόστεκους να καταφύγει πύργους, 195 μπας κι' οι δικοί του απάνωθες με σαϊτιές βοηθήσουν, γλήγορα ο άλλος πρόφταινε μπροστά και τον γυρνούσε κατά τον κάμπο, κι' έτρεχε μεριά του κάστρου ο ίδιος.

Πόσον καλά ηξεύρουν ν' αγαπούν τα πουλάκια!. . . Και η Κυρά Ρήνη ήρχισε ν' αναπολή τους ιδικούς της έρωτας· το καθαρό νερό το οποίον έτρεχε φλοισβίζον παρά τους πόδας της, η πυκνή πρασινάδα του κήπου, ο καταγάλανος ουρανός, ο χλιαρός αήρ, ο ερχόμενος πλήρης μεθυστικών αρωμάτων από του δάσους, ο θαλπερός ήλιος, υπεβοήθουν κ' επέτεινον της φαντασίας της τας ορμάς.

Τα τραγούδια που έτρεχε ν' ακούση εκεί ο λαός τίποτις ιερό δεν ξέρανε μήτε όσιο· όλα ταρμάθιαζαν ολοστρόγγυλα κι ολόγυμνα. Μα και γυναίκες κολυμπούσαν ολόγυμνες εκεί μέσα, σα θέλανε να παραστήσουνε τις Νεράιδες.

Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου. Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος σταέχε μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι!

Α, ξέχασα ! εξόν απ' τη βρύση που έτρεχε ολοένα, είχαν και τη ζαρωμένη μυγδαλίτσα. Τo άλλο μισό σπίτι ήτον το όμοιο, μ' ιδιαίτερην είσοδο· και καθότανε μια χήρα ενός δικαστικού κλητήρα με δυο κόρες της παντρειάς. Εικοσπέντε δραχμές πούδιναν το μήνα τι του πλέρωναν, κι ας ήτον και βουνό, γιατί μονάχα η θέα κι ο αέρας εκεί απάνω άξιζαν όσο να πης.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν