Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Είναι κάτι σαν αντλίες… τέλος πάντων, δεν μπορώ να τις περιγράψω!» Η Νοέμι άκουγε σιωπηλή, χαϊδεύοντας τη ράχη του γάτου που γουργούριζε στην ποδιά της ηδονικά. Άκουγε, αλλά η σκέψη της έτρεχε μακριά. «Ήσασταν στην ύπαιθρο; Λένε πως εκεί όλα είναι ακριβά.

Τότες τους είδε ο Έχτορας στων στρατιωτών τη μέση 590 κι' όρμησε απάνου σκούζοντας, και πίσω του ακλουθούσαν των Τρώων τ' άγρια τάγματα, κι' έτρεχε ομπρός ο Άρης με την αφέντρα Σκοτωσού, που της Σφαγής κρατούσε την άκαρδη Αναστάτωση, κι' ο λυσσασμένος Άρης ανέμισε αθεόρατο στις χούφτες του κοντάρι, και μια μπροστά απ' τον Έχτορα μια γύριζε από πίσω. 595

Κι όμως πρώτος απ’ όλους, μόλις βαρούσε η καμπάνα, τα βροντούσε όλα χάμω κ’ έτρεχε σπίτι, κόβοντας δρόμο απ' την Πλάκα και την Άγια Αικατερίνη κ' έπειτα πίσω απ' το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, για να οικονομήση και το καθημερινό έξοδο του τροχιόδρομου καθώς έλεγε στον εαυτό του.

Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα.

Ο Γέρο Μελιγκόνης, πρώτος πάντα να μάθη τα νέα και να διαβάση την εφημερίδα, πετάχτηκε από το σκαμνί του. — Να το, φάνηκε! Να ιδούμε τι νέα μας φέρνει ο «ατμός». Το βαπόρι φάνηκε τώρα καθαρά στη μπούκα του λιμανιού. Ο κόσμος έτρεχε κάτω στη σκάλα, οι βάρκες ξεκινούσαν γεμάτες μπαούλα και κοφίνια. Ο Μελιγκόνης ξαφνιάστηκε. — Κάτι τραβάει μαθές πίσω το βαπόρι. Ένα μπρίκι.

Το αίμα έτρεχε απ' τα χέρια μας. Και προχωρούσαμε στο σκοτάδι. Πηγαίναμ' εμπρός. Μονάχοι, εγώ και ο Άλλος... Άξαφνα, μιαν ανοιξιάτικη αυγή, που ο ήλιος έλαμπε απάνω στη δροσολουσμένη πρασινάδα και τη γέμιζε διαμάντια, και τα περιβόλια σκορπούσαν ευωδίες λογιώνλογιών στον αέρα, φανερώθηκε στη χώρα, δειλός και μαζεμμένος, ο όμορφος τρελλός.

Έν άλλο πρόσωπον εκάθητο πλησίον της εστίας· ήτο ο γέρων, όστις είχε συνοδεύσει την κόρην και τον Ούρσον επιστρέφοντας από το Οστριανόν. Ήδη ο Βινίκιος είχεν αρπάσει την Λίγειαν από το μέσον του σώματος και έτρεχε προς την θύραν.

Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι.

Οι δημογερόντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητροπολη.

Στη μέση του σπιτιού ήταν μια αυλή με μια βρύση που έτρεχε νερό μέρα-νύχτα, και οι τοίχοι ήταν όλοι από πολύτιμες πέτρες, κομμένες στο ίδιο μέγεθος, όπως τα τούβλα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν