United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χάρηκε του Δία ο γιος μια στάλα άμα τον είδε κι' έρχουνταν, και τούπε με τα δάκρια «Βοήθια, του Πριάμου γιε, βοήθια! Μη μ' αφήκεις να πέσω, κι' αρπαχτάρι εδώ να γίνω των οχτρώνε. 685 Κατόπι μες στη χώρα σας ας κλείσω και τα μάτια, μιας και δε μούτανε γραφτό πίσω κι' εγώ να σύρω. στο σπίτι στην πατρίδα μου, και να καλοκαρδίσω το τέρι μου το λατρεφτό, τ' ανήλικο παιδί μου

Το γεύμα είταν όμορφο κι αυτό, αγροτικό κ' ευτυχισμένο, θάλεγε κανείς πως στη μικρούλα αυτή άκρη της γις έρχουνταν και κρύβουνταν ζηλότυπα του κόσμου η ευτυχία. Δεν είχαν γνωριστή περισσότερο από δυο τρεις ώρες και ο καθείς του ένιωθε μεγάλη ηδονή να βλέπη και να μη χορταίνη μέσα στ' ολίγο φως της λάμπας, τα μάτια του άλλου.

Μα τι λες και συ; Ό τι κι αν είναι η καρδιά μας, μικρή μεγάλη, καλή κακή, δεν το νομίζεις πιο σωστό για την ώρα, να μεταφράζουμε στη γλώσσα μας την καρδιά τη δική μας, παρά των αλλονών την καρδιά; Εμείς ζουλέβουμε μοναχοί μας· δεν έχουμε ανάγκη τους Γιάγους, κι αν έρχουνταν κανένας Γιάγος να μας πη τίποτις, πρώτα πρώτα θα παίρναμε υποψία και θα ζουλέβαμε για το Γιάγο τον ίδιο, μήπως και κάτι τρέχει.

Ο ηγούμενος διέταξε να περιποιηθούν καλά τους ταξειδιώτας χωρικούς, που έρχουνταν μπλούκια μπλούκια να κονέψουν στο μοναστήρι, κάμνοντας το σταυρό τους, σαν περνούσαν την αυλόπορτα κι αντίκρυζαν τη Μονή, και μεις όλοι, ο κυρ αστυνόμος, ο ηγούμενος, κ' οι πατέρες ανεβήκαμε στην τραπεζαρία.

Κι ο κόσμος πόπαιρνε τη δροσιά του, άλλοι περπατώντας του μάκρου της ακρογιαλιάς, άλλοι καθισμένοι στα μικρά καφενεδάκια, κοσμάκης επαρχιώτικος, υπαλληλία ντόπια και Σαλωνίτικη, νοικοκυροσύνη, εμπόριο, χτηματοσύνη, άλλοι που έμειναν μήνες στην Ιτιά για τα λουτρά τους, για τα χτήματά τους, κι άλλοι που έρχουνταν κάθε βράδι με τ' αμάξια για ν' αναπνεύσουν λίγη θάλασσα, όλοι τους έτρεχαν πατείς με πατώ σε προς τα ψάρια, ενώ ανάμεσα στη βοή και στην αντάρα τους, αντηχούσε δύο βήματα παρέκει η βροντοφωνή του παιδιού του καφενείου.

Φωνές και κατάρες έρχουνταν απ' όλη την εξοχή κι ο αέρας φαίνουνταν πως γέμιζε από κύματα οργής και θυμού και απελπισμού. Α! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος. Τόρα πάνε τα γλυκά όνειρα, οι καλές ελπίδες.

Το τι θαπογινόμαστε ανίσως και δε μας έρχουνταν ο Μέγας Θεοδόσιος, που του άξιζε μα την αλήθεια τέτοιο καλορρίζικο όνομα, σα δύσκολο να λογαριαστή.

Σε πενήντα μέτρα βλέπω κι έρχουνταν ίσα με είκοσι τούρκοι αξιωματικοί με τον μ π ί μ π α σ η στη μέση και κουβεντιάζοντας. Τι λέει ο μ π ί μ π α σ η ς; μωρέ του κάνω. Ζητάει το διοικητή μας, κυρ λοχία. Πες του πως ο διοικητής μας είνε κουρασμένος και δε μπορεί ναρθή. Έκατσε πέρα στη σκηνή του, κι ό, τ' έχει να πη, ας μου τα πη εμένα και το ίδιο κάνει. Ο μ π ί μ π α σ η ς ρώτησε πώς πήγε η μάχη.

Το ντουφέκι είχ' ανάψη σα μπαρούτι σ' όλη τη μεθόριο γραμμή απ' το δικό μας σταθμό. Είτανε μια χαρά κι όντας αργότερα ακούστηκαν και τα κανόνια μας, πετάχτηκαν όλα τα παιδιά απάνω απ' τον ενθουσιασμό τους. Κάτω σκυλιά και χαθήκαμε, τους φωνάζω, και ξαναταμπουρώθηκαν. Έρχουνταν οι τούρκοι, κρυμμένοι εμείς.

Ντουβάρια άσπρα, γυμνά και αστόλιστα, ξύλινο καπνισμένο ταβάνι, μακριά τραπέζια και μακριά ξύλινα σκαμνιά — η καλογερική τραπεζαρία. Από μια χαμηλή πόρτα η μυρουδιά κι ο καπνός της κουζίνας, έρχουνταν μαζί με τους σερβιτόρους, δυο ασπροκόκκινα χωριατόπουλα. Ο ηγούμενος ευλόγησε, και το δείπνον άρχισε.