Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Νόμιζαν πως ζαλίστηκε, γιατί είταν ήλιος εκεί που πολεμούσε με το κύμα, κ' έλεγαν πως θαμπώθηκε από το φως και δεν έβλεπε, να γλυτώση. Εγώ θαρρώ πως ο θάνατος έχει μια γλύκα μοναδική που τραβά τους βαριοπονεμένους, και πως δεν το βάσταξε του Πάλμου η καρδιά να πη σύρε του Χάρου, όταν έρχουνταν ο Χάρος να τον πάρη στην αγκαλιά του.

Όσο έρχουνταν κι έφευγαν τα χοντρά πήλινα πιάτα, τόσο καταλάβαινα, πόσο δίκιο είχε ο ηγούμενος να παραπονιέται για τα έξοδα της Μονής. Η ξεχειλισμένη υγεία και το πάχος των πατέρων, έδειχνε πως η μαγειρική εκείνης της νύχτας είταν συνηθισμένο πράμμα.

Ζούσαν ήσυχα και παινεμένα και δε γήραζαν. Οι μικροπολίτες δε μοιάζανε με κανέναν άλλο λαό. Τι περίεργη ιστορία! Άμα έρχουνταν κανένας ξένος στη Μικρόπολη, όσο μπόι κι αν είχε, γίνουνταν αμέσως άφαντος ο ξένος. Οι μικροπολίτες ανέβαιναν απάνω του και τον αποσκέπαζαν τον κακορρίζικο. Ο ένας κάθουνταν απάνω σταφτί του, ο άλλος απάνω στο μύτη του, ο άλλος στο μάτι του ή στο δάχτυλο του.

Είταν πίσω το περιβόλι, κ' έρχουνταν η Λέλα σαν τον ήλιο κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ποιος, ποιος να μην τη λατρέψη: Άμα φάνηκε, της έδωσα τη ζωή μου. Να της το πω, να την πάρω, να την αρπάξω, να φύγω, να την έχω γυναίκα μου, δική μου, να είναι δική μου όλη μέρα. Την κοίταζα και της φώναζε μέσα μου η ψυχή μου· Εσύ είσαι η μόνη που θαγαπήσω. Η μόνη! η μόνη! ακούς!

Φιλήθηκαν ούλοι, κάμανε το σταυρό τους με τους γκράδες στα χέρια. Χωριστήκαμε σ' εφτά τμήματα, έτσι μου φάνηκε καλλίτερα και πιάσαμε μια μεγάλη γραμμή. Το τάγμα έρχουνταν βάδην κατ' απάνω μας. Μη μπυροβολήση κανείς, τους κάνω, άμα φτάσουνε στα εκατό μέτρα, το σταυρό σας, και πυρά ομαδά. Οι Τούρκοι έρχουνταν τα σκυλιά. Μέσα στις τουφεκιές τους ακούγαμε τους δικούς μας γκράδες να βογκάνε από μακριά.

Πέτυχαν καθώς είδαμε και συμμάχους τους καλόγερους και τις καλόγριες, που ζώντας ανάμεσα τους ζωή χαρισάμενη δεν τους έρχουνταν αυτό το σούσουρο κάθε λίγο απάνου από τον άμπωνα. Και σα να μη σώνανε μήτ' αυτοί, πήγανε μαζί τους κι όλοι οι ζητιάνοι της Πόλης, τάχα γιατί χτυπούσε και τη ζητιανιά ο αποστολικός ο Πατριάρχης.

Τότες όμως από τους βράχους, από τα βουνά κι από τις πεδιάδες, από τα περιγιάλια κι από τα χωριά γύρω γύρω, προχωρούσαν άλλοι μικροί, μικρούτσικοι αθρώποι κι αφτοί, που δε φαίνουνταν πριν. Είταν προστυχοντυμένοι και ντροπαλοί. Έννοιωθαν πως είχε ήλιο στη χώρα, κ' έρχουνταν τώρα ο καθένας να χαρή τη ζωή και το φως. Οι χωρικοί, λέει, δε φοβούνται τον ήλιο κ' η ζέστη τους αρέσει.

Κατόπι της έρχουνταν η δεύτερη σειρά με τους επαρχιακούς τους προυχόντους, τους πλούσιους εμπόρους, καθώς και πλήθος νέους νομικούς, κι άλλους που ελπίζανε να περάσουν κι αυτοί μια μέρα στην αριστοκρατία. Και τρίτη σειρά είταν οι εργάτες κ' οι χωριανοί.

Του αγγελόκαρδου ιεράρχη ως τόσο δεν του έρχουνταν τα τυραννικά εκείνα τα μέτρα, που άλλος πιο φιλόδοξος θα τα χαιρότανε· μόνο του φάνηκε, λέει, σα να περνούσε κείνη τη μέρα από κουρσεμένη πόλη, που κάποιος βάρβαρος καταχτητής ήρθε και την κυρίεψε. Κ' έτσι είναι. Η βία, και μάλιστα η στρατιωτική η βία, ποτές δε φαίνεται θεάρεστο πράμα.

Ήσυχη και γλυκειά σαν το καλοκαίρι, με το μαλακό της το χαμογέλοιο, με τα μικρά της τα ποδαράκια, πήγαινε κ' έρχουνταν η Λέλα μέσα στο σπίτι. Έτρεχε απάνω στο Σταβροδρόμι με την Ελένη, έκαμνε βίζιτες με την Ελένη, τη συντρόφεβε παντού, έπαιζε πιάνο μαζί της, μελετούσε μαζί της, μιλούσε, χωράτεβε, σα να μην ήξερε τίποτις.

Λέξη Της Ημέρας

καρποφόροι

Άλλοι Ψάχνουν