Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο απ' τους ανθρώπους πειο πολύ, να μάθης ό,τι σ' ωφελεί. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Να μάθω τι; Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω, κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.

Τάχα γιατί και κείνος, λέει, είναι ξένος στην Πόλη, γιατί δεν τολμά, γιατί βλέπει πως ακούμε τη Λέλα, γι' αφτό θα πάη να της γράψη; Η Λέλα θα τον προστατέψη; Η Λέλα θα σηκωθή να πη του πατέρα πως θέλει η αφεντιά του να πάρη την Ελένη: Ή εμένα τάχα η Λέλα να μου μιλήση; Και που το φαντάστηκε πως μπορεί η Λέλα να μου μιλήση; Παραμύθια! παραμύθια!

Όταν δε ήτο καιρός ν' αρχίση το δείπνον, πρώτα εσήκωσαν τον Θεσμόπολιν πέντε υπηρέται δυνατοί και αυτοί όχι χωρίς δυσκολίαν και τον ετοποθέτησαν εις ένα από τα ανάκλιντρα και τούβαλαν δεξιά και αριστερά μαξιλάρια διά να τον στηρίζουν στην ίδια θέσι. Και επειδή κανείς δεν ήθελε να κατακλιθή κοντά του, έβαλαν εμένα εις εκείνην την θέσιν κι' έτσι ήμεθα γειτόνοι εις το τραπέζι.

Καθώς εγώ μ' αλήθια, Κυρά μου, σ' αγαπώ Καμμιά στον κόσμον άλλος, δε σφάλλω να το ειπώ, Μον τάχα νάρθη η ώρα, που αυτό το σ' αγαπώ, Οχ το χρυσό σου στόμα, πως ήκουσα, να ειπώ. Ιδα απόψε στο είνορό μου, Φύλλι, σ' είχα στο πλευρό μου· Και στη μέση ένα παιδάκι, Που το τρυφερό χεράκι, Μ' ιλαρή θωριά τηρόντας, Και γλυκά χαμογελόντας, Πότε άπλονε σ' εμένα, Πότ' εχάιδευεν εσένα.

Σέλω νάναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός. — Μεγάλη γρηά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού. Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκύτταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη.

Δεν μου εστάθη τότε αδύνατον να απεικάσω ότι εκείνο το υποκείμενον με το οποίον συνωμιλούσα είχε με περιγελάση· εστοχάσθηκα ότι εκείνη ήτον καμμιά σκλάβα της Βασιλοπούλας, που ηθέλησε να περάση τον καιρόν της περιπαίζοντάς με. Τότε οι γυναίκες ωσάν μας είδαν εβάλθηκαν εις πολλά γέλοια. Και μία από εκείνες είπεν εκείνης που ήτον με εμένα.

«Ώ φίλε, αχρείος και άνανδρος θαρρώ πως δεν θε να 'σαι, 375 αν οδηγοίτα νειάτα σου θεοί σε συνοδεύουν• ότι άλλος τούτος δεν είναι των ολυμποκατοίκων, αλλ' είναι η κόρη του Διός, η ένδοξη τριτογένεια, 'που τον λαμπρόν πατέρα σου ετίμα εις τους Αργείους. κ' ίλεη γενού, βασίλισσα, καλήν δόσε μας δόξαν, 380 εμένα και των τέκνων μου και της σεμνής συντρόφου• κ' εγώ μιαν πλατυμέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω χρονιάρικη, 'που τον ζυγό τ' ανθρώπου δεν γνωρίζει• θα σου την σφάξω, αφ' ού προτού τα κέρατα χρυσώσω».

Μπορεί να σας στείλει στα άλλα κτήματά του, επειδή εμένα μου αρέσει εδώ. Εδώ είναι καλό μέρος∙ το λέει και η Γκριζέντα.» «Τι κάνει η Γκριζέντα;» «Ράβει το νυφικό της.» «Πες μου, Τσουαναντόνι, ο ντον Τζατσίντο ήρθε στο χωριό;» «Ο γαμπρός μου», είπε το αγόρι με περηφάνια, «ήρθε, ναι, τον περασμένο Ιούλιο. Η Γκριζέντα ήταν συνέχεια άρρωστη, παραλίγο να τη βρει νεκρή. Ναι, ήρθε…»

Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤι να τρέχη κυρία μου; Να. Δε θέλει να κατεβή κάτω λέει. Είναι άρρωστη. Την πονεί το στομάχι της. Κάθεται σκυμμένη απάνω στο μαξιλάρι της και κλαίει. Τώρα που θα πάω να το πω του κυρ-Τάσσου θα τα βάλη μ' εμένα. Όλα στον Μ-Αργύρη ξεσπούνε. ΛΕΛΑΜου κάνεις μια χάρι Μ-Αργύρη; Αν ιδής κάτω το γιατρό πες πως τον ζητούνε στο 11. Είναι ανάγκη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΣτους ορισμούς σας, κυρία.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν