Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν.
Σωκράτης Άρα λέγεις, ότι εκείνος ο οποίος επιθυμεί τα καλά, είναι και επιθυμητής των αγαθών; Μένων Βεβαίως. Σωκράτης Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι, οι οποίοι επιθυμούν τα κακά και άλλοι τα αγαθά; Και δεν σου φαίνεται, αγαπητέ, ότι όλοι επιθυμούν τ' αγαθά; Μένων Όχι, δεν φαίνεται εις εμένα τουλάχιστον. Σωκράτης Αλλ' ότι είναι μερικοί, που επιθυμούν τα κακά; Μένων Ναι.
Αδέρφια, μη, μη σκιάζεστε τον χριστιανόν εμένα. Αν βρίσκωμαι με τους οχτρούς, αχ! μώχουν σκλαβωμένα Τα τέκνα, τη γυναίκα μου. Απόψε πριν χαράξη 'Σάν το φεγγάρι 'ς τα βουνά 'ς τη δύσι του αράξη, Την ώρα που τη Γέννησι, αδέρφια, του Χριστού μας Θα να σημαίνουν η εκκλησιαίς, τ' ασκέρια του οχτρού μας 'Σ το Μεσολόγγι άξαφνα ακέρηα θα χουμήσουν, Για νάβρουν τα προχώματα έρμα, να το πατήσουν.
Ενώ συγχρόνως πίσω από την πρύμνην, όπου καμαρώνων ως γυφτοσκέπαρνον διηύθυνε τα πηδάλιον ξενυκτισμένος, κοντός και κυφός, ως ήτο, ο Καπότας, δεξιώτατος όντως πηδαλιούχος, νομίζων ότι εις αυτόν ωφείλετο ο δρόμος της ελαφράς σκούνας, εφώναξε δυνατά, με την έρρινον πάντοτε φωνή του: — Κι' εμένα λίγα κόλλυβα, να σχωρέσω!
Δε σούπανε να μη μου μιλής; Αντί ναπαντήσω στην ερώτησή της, τη ρώτησα κεγώ: — Μα εμαλώσετε, λέει, με τη μάνα μου; — Ποιος σου τώπε; — Ο κιρατζής ο Δρακογιώργης, ο γείτονάς σας. — Εγώ, γυιέ μου, δεν εμάλωσα με κιανένα, είπε με πίκρα το Βαγγελιό. Εμένα με μαλώσανε, γιατί, λέει, σε βγάνω απού το νου σου. Κιαφού σώπασε λίγο: — Μα μπορεί, είπε, νάχουνε και δίκιο. Ίσως η γιαγάπη μου να σου κάνη κακό.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα μη με δέρνης γι' αυτό, γιατί θαρθή καιρός να θυμηθής εμένα. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Γιατί; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Και αν δεν έχω εγώ παιδί, άδικα θα με κάνης να κλάψω, και του λόγου σου γελώντας θα πεθάνης. Άκουσε μια σκέψιν άλλη: ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ωχ! εχάθηκα και πάλι! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Κ' ίσως ούτε στενοχώρια, ούτε λύπη θα σου φέρη μ' όσα έχεις υποφέρη.
Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα.
Μα τι, κι' εσάς δεν έχουν τα σπίτια κλάψες πούρθατε να με φροντίστε τάχα; 240 Για μ' αψηφάτε πια που να! με καταράστη ο Δίας κι' έχασα τέτιο γιο λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι, χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν... Μα εμένα πριν τα μάτια μου μου δουν αχ την πατρίδα να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθια!» 245
Και πραγματικώς εκείνος που βαστούσε τα μισά τα χρήματα, τάβγαλε από τον κόρφο του και τάδωσε στον άλλο, που τα ζητούσε, λέγοντας: — Πάρ'τα, αδερφέ! Κι' εκείνος που τα ζητούσε του απολογήθηκε: — Όχι, αδερφέ, όλα! Βάστα τα βρετικά σου. Κράτα όσα θέλεις, κράτα τα κι' όλα... — Όχι! όχι, είναι δικό σου βιο — είπε εκείνος, που τα είχε βρη. — Μακρυά από εμένα το άδικο!
Έχει αγρυπνία ο παπά-Φραγκούλης, κ' είνε κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κ' εγώ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ' τον Κουμπή. Μεγάλη βάρκα, με έξ κουπιά, επερίμενεν εις την ρίζαν του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εις ένα χαμηλόν και τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικήν αποβάθραν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν