Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον Είνε; τώρα οπού βλέπω Τον θάνατον μ' θάρρος, Εγώ κρατώ την άγκυραν Της σωτηρίας. Εγώ τώρα εξαπλόνω Ισχυράν δεξιάν Και την άτιμον σφίγγω Πλεξίδα των τυράννων Δολιοφρόνων. Εγώ τα σκήπρα στάζοντα Αίματος και δακρύων Καταπατώ· και καίω Της δεισιδαιμονίας Το βαρύ βάκτρον.

Άγριον απλόνεται νησί παρέξω απ' τον λιμένα, ούτε σιμά, και ούτε μακράν της χώρας των Κυκλώπων, σύδενδρο, και αγριόγιδαεκείνο μέσα βόσκουν, αμέτρητα• ότι πάτημα δεν τα εμποδίζει ανθρώπων, ουδέ κει μπαίνουν κυνηγοί, 'που συνηθούντα δάση 120 να δέρνωνται, αναβαίνοντας ράχαις και κορφοβούνια. ποίμνια δεν το σκεπάζουσι, και αλέτρια δεν το σχίζουν, αλλ' άσπαρτο, αναλάτρευτο, και ολόρφανο απ' ανθρώπους ολοκαιρής, είναι βοσκήτα γίδια 'που βελάζουν. τι πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν, 125 ούτ' έχουν πλοίων ξυλουργούς, 'που εκείνων θα εμορφόναν καλόστρωτα πλεούμενα, χρήσιμα να 'ναι εις όλα, 'ς ταις πολιτείαις φθάνοντας, ως τους ανθρώπους βλέπεις το πέλαο να συχνοπερνούν απ' το 'να εις τ' άλλο μέρος• και αυτοί θα τους εσύσταιναν καλόκτιστην την νήσο. 130 κακή δεν είναι• θα 'φερνε κάθε καρπότην ώρα, ότι της λευκής θάλασσαςτην άκρη τα λειβάδια υγρά θωρείς και μαλακά• και άφθαρτ' αμπέλια θα 'χε• και για τ' αλέτρ' είναι ομαλή• τον σίτοτον καιρό του βαθειά πολύ θα εθέριζαν, ότ' είναι η γη παχεία. 135 κ' έχει λιμέν' ακίνδυνον, οπού σχοινιά δεν θέλει, είτε να ρίχνουν άγκυραν, είτε να δένουν πρύμη, αλλ' αραγμένοι προς την γη να μένουν, ως 'που οι ναύταις να ξεκινήσουν πρόθυμα, άμα φυσήση πρύμος. και εις του λιμένα την κορφή νερό καθάριο ρέει, 140 άντρο αποκάτω μια πηγή, και ολόγυρα έχει λεύκαις. αυτού εμπαίναμε• θεός κάποιος μας οδηγούσε, 'ς το σκότος μέσα της νυκτός, 'π' αθώρητα ήσαν όλα. ότι καταχνιά κύκλονε τα πλοία, και η σελήνη δεν έφεγγε απ' τον ουρανό και νέφη την εκρύβαν. 145 και το νησί δεν ξάνοιξε κανείς μας με τα μάτια, ουδέ τα μακρυά κύματατην γην όπως κυλούσαν είδαμε, πριν τα πλοία μαςτην άκρα προσαράξουν. και άμ' άραξαν, εσύραμε κατ' όλα τα πανιά τους, 'ς την γην εβγήκαμε κ' εμείς, και, αφού πήραμ' ολίγον 150 ύπνον, επεριμέναμεν η άφθαρτ' Ηώ να φέξη.

Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.

Κ' η σιδηρά πόμπα της, ανασύρουσα την άγκυραν, διά ρυθμικών βραδέων και πενθίμων κρότων, απεχαιρέτιζε τον λιμένα, κλαίουσα ναϊάς. — Τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ! τράγκα-τρουγκ!

Και ίσα ίσα την τάσιν προς τας ματαιότητας του στολισμού θεωρώ ως την ασφαλεστέραν άγκυραν, ήτις σώζει και θα σώση την γυναίκα από την διαστροφήν του χαρακτήρος αυτής, τον εξανδρισμόν.

Πρέπει δε ο σύλλογος να είναι πρωινός, την ώραν πού υπάρχει σχόλη εις όλους από τας άλλας ιδιωτικάς και κοινάς υποθέσεις. Τοιούτον τι, νομίζω, ελέχθη εις τους προηγουμένους μας λόγους. Μάλιστα, ελέχθη. Περί αυτού λοιπόν του συλλόγου επαναλαμβάνω να είπω το εξής. Εάν αυτόν, φρονώ, τον στερεώση ωσάν άγκυραν της πόλεως, τότε θα έχη όλα τα κατάλληλα μέσα, διά να διασώζη όλα όσα θέλομεν. Πώς δηλαδή;

Ώστε, μα την ιεράν άγκυραν, θέλω να συνάψω συνθήκην μετά σου επ' αυτών των βωμών ότι δεν θα συζητήσωμεν πλέον περί τοιούτων θεμάτων. ΤΙΜ. Με ειρωνεύεσαι, τυμβωρύχε και μιαρέ και κατάπτυστε και κάθαρμα άξιον μαστιγώσεως.

Τοιαύτη ακριβώς ήτο η ηρωίς του παρόντος διηγήματος Συριανή γάτα, συνυπότροφός μου εις το ήδη μνημονευθέν Λύκειον του Ευαγγελίδου και φέρουσα το όνομα Σεμίρα. Το γλαυκόν χρώμα των οφθαλμών και το τρίχρουν του τριχώματος αυτής καθίστανον πιθανήν την υπόθεσιν οτι ήτο γένους μικτού. Ο είς εκ των γονέων της κατήγετο πιθανώς από την Άγκυραν, ο δε άλλος από τα κεραμίδια.

Ευθύς που οι ναύται έρριψαν την άγκυραν και έδεσαν το πλοίον εγώ βλέποντας έξωθεν κτίρια μεγαλοπρεπή, δεν επρόσμενα τας αδελφάς μου διά να με συνοδεύσουν, αλλ' όντας ανδρικά ενδεδυμένη έζωσα το σπαθί μου και εκίνησα προς την θύραν της πόλεως.

Ήσαν ένοπλοι, και τα τουφέκια και τα πιστόλια των έστιλβον επί της λερής περιβολής των. Ο μπάρμπ’-Αλέξης εφοβήθη μέγαν φόβον. Ουδ' επί στιγμήν αμφέβαλεν ότι ήσαν λησταί. Ακούει δευτέραν φωνήν· — Ε! καραβά! έλα γλήγορα να μας πάρης. — Τώρα, τώρα! απήντησε μηχανικώς ο μπάρμπ’-Αλέξης. Και αφού ανέσυρε την άγκυραν, έλαβε τας κώπας.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν