Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Γενομένου δε κατά την στιγμήν εκείνην ραγδαίου υετού, έρριψε την καταβραχείσαν κάπαν επί τινα θάμνον και ρεμβάζων εφύλαττεν έως ο εμφανισθείς ήλιος την αποξηράνη. Αίφνης εγείρεται τότε θύελλα και ορμητικός στρόβιλος ανήρπασεν εν τη δίνη αυτού την μηλωτήν, ήτις μετεωρισθείσα μέχρι νεφελών κατέπεσε μετ' ολίγον επί τους ώμους του ποιμένος.
Το πρόσωπό του ωστόσο ήτανε όμορφο κ' ευγενικό, με κάτι βαθειά, μεγάλα, ουρανιά μάτια, είχε τα ξανθά του μαλλιά μακρυά και ακτένιστα, σκορπισμένα στους ώμους, τανάρηα του γένεια σκέπαζαν σαν χνούδι τα χλωμά μάγουλά του, και το πλατύ κερένιο μέτωπό του, νέον ωστόσο, ήτανε ωργωμένο από βαθειές ρυτίδες.
Τότε όρμησε ο Αντίλοχος και μια στην κεφαλή του σπαθιά του σέρνει, πούπεσε οχ τ' όμορφό του αμάξι 585 με το κεφάλι, στ' απαλό απάνου και στους ώμους, φυσώντας, μες στα χώματα.
Εσχάτως λοιπόν, την παρελθούσαν νύκτα, είδον ενώ εκοιμώμην τον πρεσβύτερον υιόν σου έχοντα εις τους ώμους πτέρυγας των οποίων η μία επεσκίαζε την Ασίαν και η άλλη την Ευρώπην. Εκ τούτου λοιπόν του ενυπνίου ουδέν άλλο δύναμαι να συμπεράνω ειμή ότι ο υιός σου συνομνύει κατ' εμού.
Από της υπερβολικής ταύτης ευαισθησίας της οσφρήσεως μ' εθεράπευσεν, ως ελπίζω, ριζικώς η δεκαετής ήδη εν τη συνοικία της Πλάκας διαμονή. Πιθανόν είνε, αναγνώστα, η μόνη επιγραφή του παρόντος άρθρου να σε κάμη να υψώσης τους ώμους και ν' ανακράξης εκ των προτέρων «Παραδοξολογία!». Ουχί όμως αν έτυχε να αρρωστήσης βαρέως και ενθυμήσαι ακόμη όσα τότε ησθάνθης.
Και χάμου αφίνοντάς τους αφού τα χάλκινα άρματα τους έβγαλε απ' τους ώμους 100 ορμάει εφτύς τον Άντιφο να σφάξει και το Βίσο, γιους του Πριάμου, νόθονε και γνήσιο, διο νομάτους μες σ' ένα αμάξι. Των φαριών βάσταε τα γκέμια ο νόθος, κι' έστεκε δίπλα ο Άντιφος.
Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος, Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν. Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτες 'Σ τους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα. Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια· Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν· Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι. Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους.
Τα σκυλιά τα μέρωσαν γλήγορα με συνηθισμένο μαύλισμα· έπειτα έφεραν στην πηγή το Δόρκωνα, δαγκωμένο στα μεριά και στους ώμους, του έπλυναν τις δαγκωματιές, όπου είχαν μπει τα δόντια των σκυλιών, και ύστερα του έβαναν επάνω χλωρή φλούδα φτελιάς, αφού την καλοκοπάνησαν.
Δε στέκουν τότες, μον σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες 659 όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους· κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους, 663 αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία. 665
Το ξέρω!-ξαναφώναξε πιο δυνατά η Λιόλια με τρόμο κι άρχισε να ταράζη σύσσωμη. . . μου τόπε η νεκρή ! μου τόπε. . μου τόπε!-το κεράκι του!. . το ρούφηξε. . . . . Και το παιδί μ' ένα μικρό σπασμό ξεψύχισε-κ' η Λιόλια λιγοθύμησε. . . Όταν ήρθε ο Νίκος, πιο ύστερα, έπεσε η Λιόλια απάνω του κλαίγοντας κ' έμεινε πολλήν ώρα με το κεφάλι κρυμμένο στο στήθος του. . με τα δυο της τα χέρια του ψηλαφούσε το κεφάλι του, τους ώμους του-λες κ’ ήθελε να βεβαιώση πως ήτονε ζωντανός αυτός τουλάχιστο, αυτός ο μόνος θησαυρός της!. . . Κι ο Νίκος με βουρκωμένα μάτια της χάδευε τα μαλλιά. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μέσα σ' ένα δισκάκι, στρωμένο με μια πετσέτα άσπρη χιόνι μαζί με δυο πορτοκάλια που τους είχαν μπηγμένα μοσχοκάρφια, μ’ ένα στεφανάκι από λουλουδάκια κέρινα ολόγυρα στο κερένιο κεφαλάκι με τα κόκκινα μεταξωτά μαλλάκια, την πήγαν την άλλη μέρα την Κερένια Κούκλα να την παραχώσουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν