Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Εκείνη, η Νοέμι, είχε απομείνει στο ερειπωμένο μπαλκόνι του παλιού σπιτιού, όπως κάποτε στο μπαλκόνι του ιερέα. Την ώρα που έγερνε ο ήλιος στη δύση κάποιος χτύπησε στην εξώπορτα που εκείνη την είχε πάντα κλειστή. Ήταν η γριά Ποτόι που είχε έρθει να τη ρωτήσει αν χρειαζότανε τις υπηρεσίες της. Αν και η Νοέμι δεν της ζήτησε να μείνει, εκείνη κάθισε καταγής, με τους ώμους της στον τοίχο.
— Όνομα. — Βαπτιστικόν της; Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους. — Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι κάμνει; — Ναι. — Δουλεύει. — Τι δουλεύει; — Τον κήπον της. — Και πού κατοικεί; — Πού κατοικεί; — Ναι. — Εδώ. — Πού; — Εις το σπίτι μου. — Την έχεις εις το σπίτι σου; — Βέβαια. — Διατί; — Διατί; — Ναι. — Μα πού θέλεις να την έχω; — Δεν έχει αυτή σπίτι; — Αυτή σπίτι; — Ναι. — Πού να το βρη;
— Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής.
ΕΡΜ. Είνε ο αθλητής Μίλων ο Κροτωνιάτης. Τον χειροκροτούν δε οι Έλληνες διότι εσήκωσεν εις τους ώμους του ταύρον και με το φορτίον τούτο διατρέχει το στάδιον.
ΧΡΥΣ. Επομένως δεν είσαι λίθος, αφού είσαι ζώον. ΑΓΟΡ. Ευχαριστώ, αδελφέ, διότι είχαν αρχίση τα πόδια μου να ξεπαγιάζουν και ν' απολιθούνται, όπως της Νιόβης. Τέλος πάντων θα σ' αγοράσω. Αλλά δεν μου λες, πόσον θα πληρώσω; ΕΡΜ. Δώδεκα μνας. ΑΓΟΡ. Λάβε. ΕΡΜ. Μόνος σου τον αγόρασες; ΑΓΟΡ. Όχι, αλλ' όλοι αυτοί που βλέπεις. ΕΡΜ. Είνε πολλοί και με ώμους δυνατούς και άξιοι του θεριστικού συλλογισμού.
Η φιλόφρων Ναϊάς των θαλασσίων ρευμάτων έφερε βοηθητικόν ρεύμα υπό την τρόπιν της, και η ευμενής Αύρα των απογείων πνοών έστειλεν ελαφράν ριπήν εις την πρύμνην της. Η δροσερά πνοή εδυνάμωσε τους βραχίονας και τους ώμους του νέου, κ' έσφιγξε τους απαλούς μυώνας της νεαράς γυναικός. Εκωπηλάτουν ως δύο ησκημένοι ερέται, τα ελαφρά κωπία δεν τους εκούραζον, και είχον υπερβή ήδη το ήμισυ της υγράς οδού.
— Λοιπόν, σας πειράζει τίποτε, να καθήσω εδωδά να τον περιμένω; Η Γιάνναινα έσεισε τους ώμους. — Ποια είναι η κάμαρή του, σας παρακαλώ; Η Γιάνναινα διά χειρονομίας της έδειξε την θύραν του δωματίου του οργανοπαίκτου. Η ξένη ελθούσα εκάθησεν εκεί, εις το κατώφλιον.
Ένα γύρο τον κόσμο γυρίζω και γυρεύω παντού το ψωμί, που το βρίσκουν κι εγώ δε γνωρίζω· κουρασμένο βαριά το κορμί, μα η ψυχή λαχταρά πεινασμένη το ψωμί που καθένας χορταίνει. Πόσους ρώτησα σ' όλους τους δρόμους, όσους έτυχε μπρος μου να βρω! άλλοι σήκωσαν μόνο τους ώμους, άλλοι μου είπανε λόγο πικρό, κι όποια ακόμα κι αν χτύπησα θύρα καμιά απόκριση πίσω δεν πήρα.
Η Ευρύκλεια τον άκουσε η αγαπητή βυζάστρα, και θειάφη και πυρ έφερε· τότε το μέγαρ' όλο το δώμα ομού και την αυλήν εθειάφισ' ο Οδυσσέας. και κείνη από τα υπέρλαμπρα δώματα του Οδυσσέα 495 βγήκε να ειπή των γυναικών ογλήγορα να φθάσουν· και αυταίς από το μέγαρον πρόβαλαν φως βαστώντας· 'ς τον Οδυσσέα χύθηκαν, τον γλυκοχαιρετούσαν, και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον εφίλουν, και όλαις τα χέρια του 'σφιγγαν πόθον γλυκό αισθάνθη 500 να κλαίη και ταις γνώρισεν εις την καρδιά του εκείνος.
Δύο άλλοι του βαράνε στους ώμους βουρδουλιές, χωρίς ο Άγιος να φαίνεται πως της αισθάνεται. Πίσω του, για να φυλάγουν μη τον αρπάξουν τυχόν οι Χριστιανοί, είνε συμπυκνωμένοι οι στρατιώτες. Έρχεται και κάθεται 'πάνω σ' ένα θρονί, κατά το προσκήνιο, ο Έπαρχος. Μπροστά του σταματά ο Εκατόνταρχος και κουβεντιάζουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν