Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Εις πολλάς και πρότερον και έκτοτε έτυχε να παρευρεθώ αγρίας σκηνάς και να ίδω αποθηριωθείσας υπό της οργής φυσιογνωμίας, αλλ' ουδεμίαν ενθυμούμαι φοβερωτέραν της Αλβανής εκείνης με το λυθέν τσεμπέρι της, τας χυτάς εις τους ώμους της ψαράς τρίχας, με σπίθας εις τους οφθαλμούς και αφρούς εις το στόμα.

Αυτά 'πε, και σηκώθη ορθός, και την πορφυρή χλαίνα και ομού το ξίφος κοφτερόν εγδύθη από τους ώμους. λάκκον πρώτ' έσκαψε μακρύν εις ταις αξίναις όλαις 120 έναν, και αυτού ταις έστησε και αράδιασε με στάφνη, και γύρω θύτησε την γη· και τον θαυμάζαν όλοι την τάξι πώς εγνώριζεν ενώ ποτέ δεν είδε. και ολόρθοςτο κατώφλιο δοκίμαζε το τόξο· τρεις το ελύγισε φοραίς με πόθο να το σύρη, 125 τρεις τον αφήκε η δύναμις, αλλ' όμως να τανύση το νεύρο και το σίδερο να διαπεράση εθάρρει·την τέταρτην, ως το 'συρνε μ' ανδρειά, το 'χε τανύσει, πλην την ορμή του εμπόδισε με νεύματ' ο Οδυσσέας. και πάλιν είπε η σεβαστή του Τηλεμάχου ανδρεία· 130 «Αχ! άνανδρος, αδύναμος, θα μείνω και κατόπι, ή νέος είμ' εγώ πολύ, και ακόμη δεν θαρρεύωτα χέρια μου, ν' αντισταθώάνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. αλλ' όσοι με υπερβαίνετετην δύναμιν, αρχήστε του τόξου εδώ την δοκιμήν, ο αγώνας να τελειώση». 135

Πώς θάβγει ακόμα αφτή η δουλιά κανείς δεν καλοξέρει, αν για καλό μας ή κακό θ' αφίναμε την Τροία. 253 Μον ένα λόγο θα σου πω που θα τον δεις να γίνει. 257 Έτσι αν σε τύχω άλλη φορά σαν τώρα να σαλιάζεις, δε θέλω το κεφάλι μου στους ώμους πια να στέκει, ή πίσω ζωντανό να βρω στο σπίτι το παιδί μου, 260 αν δε σε πιάσω κι' όλα σου τα ρούχα αν δεν σ'τα βγάλωτην κάπα, το πουκάμισο, κι' όσα φοράς στη φύσηκαι μ' άσκημο απ' τη συντυχιά στυλιάρι αν δε σε διώξω, που έτσι κλαμένος και γυμνός να τρέχεις στα καράβια

Με το σακκούλι τους κρεμασμένο στον ώμο ο καθένας, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, κρατημένοι με τα χέρια στους ώμους δυο δυο, τρεις τρεις, μισομεθυσμένοι, μισοσαστισμένοι, τραγουδώντας, φωνάζοντας, σωριάζουνταν στις βάρκες με τα μάτια περίλυπα γυρισμένα προς τη στεριά.

Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων·Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.

Είμαι η αγία Ίδα· ουδενός έμεινα άγευστος του κόσμου των αγαθών· απήλαυσα δύο συζύγους, τρεις εραστάς και επτά τέκνα, πολλάς εκέννωσα φιάλας καλού παραρρηνίου οίνου, πολλάς διήλθον φαιδράς αΰπνους νύκτας· τους ώμους μου επέδειξα εις όλον τον κόσμον, την χείρα μου έτεινα εις όλα τα χείλη, την μέσην μου έσφιξαν όσοι ήξευρον χορόν και εν τούτοις συνδοξάζομαι και συμπροσκυνούμαι μετά των Αγίων.

Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν' απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πώς ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα. Η Μάρω έσπευδεν, επέτα εκεί ως πτηνόν αφήσαν προ πολλού νήστεις τους νεοσσούς του.

Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους. Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι, με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα, 'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη, δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις.

Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν.

Ο φίλος μας αυτός ήτο ο μόνος σκεπτικός μεταξύ μας, ο μόνος όστις ηγάπα να φιλοσοφή, επιτηδεύων στωικότητα και απάθειαν και ο μόνος όστις ουδέν σκοτεινόν ή ανεξήγητον παρεδέχετο. — Και όμως, είπεν ο γέρων Φ. είνε μερικά φαινόμενα, τα οποία, επαναληφθέντα πλέον ή άπαξ, δεν ημπορούν να ονομασθούν απλαί συμπτώσεις. Ο σκεπτικός μας ύψωσε τους ώμους. Ο γέρων επανέλαβε.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν