Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Μετ' ολίγην ώραν λοιπόν, όταν ο καπνός του κρασιού του ανέβη εις την κεφαλήν, ήρχισε να τραγουδή κατά την συνήθειάν του, και να κινή τα ποδάρια του εις τους ώμους μου, ωσάν να ήθελε να χορεύση.
Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον.
Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του, τολμηρότερος των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν, ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της ηλικίας του ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε· — Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα; Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν τον πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.
Και η βαθεία καστανή κόμη εκυμάτιζεν ακράτητος από τους ώμους εις τους βραχίονας, και μέχρι των βουβώνων και των αστραγάλων, ως από κρήνην μελάνυδρον και από πέτραν ακρότομον.
Εκείναι εβάδισαν εκατοστύν βημάτων τον τοίχον-τοίχον και είτα εστάθησαν. Είχον φθάσει εις έν μέρος του περιβόλου, το οποίον εφαίνετο χαμηλότερον, φθάνον μέχρι της μέσης μετρίου αναστήματος ανδρός, ενώ το άλλο κτίριον έφθανεν έως τας μασχάλας ή τους ώμους. Λίθοι και κονία είχον εκπέσει από την κορυφήν του τοίχου εις το μέρος εκείνο και ήτο ευκολώτατον να το υπερβή άνθρωπος και να εισέλθη.
Τίποτις δεν τόχουνε να μας τσαλαπατήσουν οι Ατλάντοι εκείνοι που περπατούν τέσσερεις τέσσερεις, με τις μανέλλες στους ώμους, και με θεόρατη μπάλλα κρεμασμένη στη μέση σαν καλαθάκι. Είναι ένας κ' ένας Αρμένηδες αυτοί που κοιτάζεις. Αν έχης καπέλλο, βγάλ' το. Α φοράς φέσι, σκύψε και φίλησε τα βρώμικα πόδια τους.
Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν