Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Επήγαμεν λοιπόν εις το δάσος όπου ήτον ολίγον μακράν, και την πρώτην ημέραν έφερα αρκετά ξύλα εις τους ώμους μου, τα οποία επούλησα εις καλήν τιμήν.
Έπειτα γύρωθε κρεμάει στους ώμους του τη σπάθα, μ' ασημοκάρφια κεντητή και λεπιδοχαλκένια, κρεμάει και τη θεόρατη στεριόφτιαστή του ασπίδα. 335 Κι' έβαλε στο λεβέντικο κεφάλι τη φαντούσσα περκεφαλιά, που έτσι αγριωπή η αλογόφουντά της πας στην κορφή κυμάτιζε, και πήρε τ' αντριωμένο κοντάρι που του πάγαινε στη χούφτα του. Παρόμια, φορούσε κι' ο παλικαράς Μενέλας τ' άρματά του.
Δ’ ΓΥΝΗ Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη, κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες, και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες. Ζ’ ΓΥΝΗ Κ' εγώ επήρα μία απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία την ώραν που κοιμώτανε. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φαίνετ' αυτή τον κάνει που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.
Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, 120 τι είπε σωστά· κι' ακούει αφτός. Κι' οι παραγιοί κατόπι του πήραν την αρματωσά χαρούμενοι απ' τους ώμους. Τότες σηκώθη ο Νέστορας στη μέση και τους είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα!
Και πάρα πίσω ακόμα, τα ξακουστότερα του χωριού παλληκάρια, οπού συν τρία και συν τέσσερα μαζί κατέβαζαν στους στοιχειωμένους ώμους τους απάνου ολόβολα χάλαρα, ακέριους βαοιοκομμένους βράχους. Εδώ θυμώνταν κανένας τους παλιούς αντρειωμένους των τραγουδιών, τους σαραντάπηχους των παραμυθιών. Κάπου κάπου σταμάταγαν για να ξανασάνουν και να συγκεντρωθούν.
Οι χοροί εξηκολούθησαν, ουχί όμως και η ταράττουσα τον ύπνον μου ιδιαιτέρα προς τον Βιτούρην εύνοια της Χριστίνας, η οποία εφαίνετο ήδη προτιμώσα των στεναγμών και των ξανθών πλοκάμων του αισθηματικού νεανίσκου τους μαύρους μύστακας και τους πλατείς ώμους του αρειμανίου ημών φρουράρχου.
Οι φίλοι του Αντίπα, οι προύχοντες της Γαλλιλαίας, επανέλαβον κινούντες την κεφαλήν. — Χωρίς άλλο είνε συνεργία του διαβόλου. Ο Ιακώβ όρθιος μεταξύ των τραπεζών του Αντίπα και των ιερέων εσιώπα με ύφος αγέρωχον και γλυκύ. Οι άλλοι τον εβίαζον να ομιλήση. — Δικαιολόγησε την δύναμίν του. Έκυψε τους ώμους και χαμηλή τη φωνή, αργά ως φοβούμενος τον εαυτόν του.
Τότε μέσα στο φως του φεγγαριού ένας κόσμος γεννήθηκε. Ο κάμπος γέμισε από κατάλευκες σκιές. Οι σκιές απλώθηκαν ολόγυρα κ' έγιναν ασπροντυμένες παρθένες με χρυσά μαλλιά στους κατάλευκους ώμους, και παλικάρια ψηλά και λεβέντικα, με ασημένιες φορεσιές. Τα παλικάρια αγκάλιασαν τις παρθένες και στήσανε χορούς απάνω στο ανθισμένο χορτάρι.
Κι' εγώ ποτέ δεν ήθελα να κύψω τον αυχένα εις ένα τέτοιο βάναυσο και άτεχνο ψαλλίδι, κι' εφούντωνε της κεφαλής το δάσος ολοένα, και ήτο μόνος πλούτος μου η κόμη και στολίδι. Πόσην κι' η κόμη καλλονήν 'στην ποίησιν προσθέτει! με τι ρωμαντικότητα το μέτωπον λαμπρύνει! επάνω εις τους ώμους μου απλώνετο ως χαίτη, κι' εχώρει όλων των Μουσών κρησφύγετον να γίνη.
Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν