United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρουμε το δρόμο να πάμε, στη σκάλα ν' αράξουμε . . . — Έχουμε κ' ημείς μπαντέρα να ισσάρουμε . . . — Και καινούργια μάλιστα . . . προχτές ακόμα την έρραψα . . . — Ψες ακόμα μπογιάτισα το κοντάρι . . . ακόμα μυρίζει λαδομπογιά . . .

Ούτος δε τον υπεδέχθη μετά φαιδρότητος. — Και πώς δεν σε είδαμε ψες, τω είπε· τι έγεινες; Μας εκάκιωσες; Το σημείον τούτο της ευπροσηγορίας ήρεσεν εις τον ξένον, και προσεπάθησε να κρύψη την χαράν του. Πριν ή απαντήση εις την ερώτησιν του Γύφτου, απήντησεν εις εαυτόν. — Θα τον καταφέρω, είπεν ενδομύχως, βαθύτατα, εις τον πυθμένα της συνειδήσεώς του. Ακολούθως απήντησε μεγαλοφώνως·

— Τ' είπες, μωρέ; το ρώτησε ο Αριστόδημος ελπίζοντας να ακούση διαφορετική απάντηση. — Ο Δημητράκης μ' έστειλε να σου ειπώ: η κυρά Πανώρια πέθανε... η μάννα σου, λέει, πέθανε. — Πότε; — Ψες βράδυ... κοντά στο σούρουπο.. . — Αλήθεια; — Να, μα το σταυρό! Έσκυψε, έκαμε δυο βήματα μέσα, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι και ρίχτηκε στο κρεββάτι βογγώντας. Το χωριατόπουλο άνοιξε τόσα τα μάτια του.

Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελλα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τηνέ κύτταξε προσεκτικά, πρόσχαρα. — Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή τούδωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είνε. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!

Αχ, παιδί μου, αποκρίνεται ο Δημήτρης αναστενάζοντας και στηλώνοντας στον τοίχο τα θολωμένα του μάτια, έπρεπε ή εσύ να γεννηθής πιο άντρας ή εγώ πιο παιδί. Τα ξέρω, μη μου τα λες. Διάβηκα και τάκουσα και τα καμάρωσα τα ξεφαντώματα ψες. Πιο καλλίτερα και πιο ταιριαστά για τους εχτρούς μας δεν μπορούσανε να γίνουνε. — Μα άκου δα πρώτα! Του την έστησα, που λες, μια μορφιά την παγίδα, και

Και διακόπτων η Νεροφίδα την διήγησιν, μοι λέγει: — Το βλέπεις, μωρέ παιδί μου, το βλέπεις εκείνο το πανί μπροστάτην πλώρη, το μέσα φλώκο, πού είνε θηλυκωμένοτο πλωριό κατάρτι; Δεν μου λες, τανοίξαμε αυτό ψες; Αυτό, μωρέ παιδί μου, ανοίγει μονάχα, όταν όλα τα άλλα είνε καταιβασμένα. 'Σ τον μεγαλείτερο κίνδυνο, να πούμε. Τότε το καράβι μονάχα, με το πανί αυτό, παραδέρνει μισορρουφισμένο.

Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι, και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του· όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει, 425 και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλωΈτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του την ομορφοζωσμένη νιά. 430

Τι να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτα επέφερεν. — Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέμματα. — Άκουσε, θεια Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι. — Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε!

Στο παλάτι μ' όλη τη δύναμί τους να με τρέξουνε οι σκλάβοι! Γνωρίζεις τη διαταγή που έδωκεν ο στρατηγός ψες βράδυ; ΕΚΑΤΟΝΤ. Ό, τι ορίζεις να το κάνω ο Μαξέντιος μου είπε. . . Κι' η διαταγή του Καίσαρα με πίστι και υποταγή κι' αυτή θα γίνη. . . ΕΥΝΙΚΗ. Ν' αλλάξη γνώμη έχει την χάριν ο κατάδικος ίσαμε τη στιγμή την τελευταία. . . Τώρα κάτι να σου πω ακόμη. . . Δέκα χρυσά νομίσματα θα σου χαρίσω.

Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν: — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα! θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ χρονών.